Κάτσε, χρυσό μου, φρόνιμα, να σε πλύνω! είπε η μαμά.
– Παιδί μου, πρέπει να σταθείς ήσυχο, έκανε το νερό.
– Αν δεν τριφτείς καλά με το σαπούνι, δε θα βγουν οι μουντζούρες! είπε ο τρίφτης.
– Το ένα αυτί το σκουπίσαμε, τώρα η σειρά του άλλου! έκανε το προσόψι.
– Λίγο βούρτσισμα ακόμη και θα είμαστε χτενισμένοι! είπαν η βούρτσα και το χτένι.
– Πρώτα το ένα χεράκι κι ύστερα το άλλο! συμβούλεψε το πουκάμισο.
– Όσο πάνε, τα γαμπάκια μας παχαίνουν! αναστέναξαν οι κάλτσες.
– Ό,τι αξίζει όλο το ντύσιμο, αξίζουν τα παπούτσια! καμάρωσαν τα μαύρα γυαλιστερά μποτάκια.
– Τώρα φόρεσέ με δίχως να ξεχτενιστείς! είπε το κόκκινο πουλοβεράκι.
– Και το τελευταίο εγώ! έκανε το μακρύ βελουδένιο παντελόνι.
– Τώρα δε μένει παρά να σου σκουπίσω τη μυτούλα! πρόσθεσε το κάτασπρο μαντιλάκι.
– Έτοιμοι! έτοιμοι! φώναξαν όλα μαζί.
– Τίποτε δεν είναι έτοιμο, αν δε φιλήσω εγώ το παιδάκι μου! είπε η μανούλα και έδωσε ένα ζεστό ζεστό φιλί στο μαγουλάκι.
Το πρωινό ντύσιμο
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)