Ο Κατεβατός, ο δυνατότερος από όλους τους καιρούς, εβγήκε μια φορά κι εκαυχήθηκε μπροστά στους άλλους καιρούς, το Σορόκο, το Λίβα, το Νότο και το Μέγα, πως σαν το κρουσταλλένιο παλάτι του δε βρισκόταν άλλο καλύτερο σ’ όλον τον κόσμο, πως ήταν ωραιότερο και από το παλάτι του Ήλιου, και πως σαν είναι ταμπουρωμένος μέσα σ’ αυτό, δε φοβάται κανέναν από τους ανέμους, γιατί και η θέση που το ’χει χτισμένο είναι δυνατή. Αυτό το παλάτι το είχε χτίσει μια φορά ο Κατεβατός στην κορφή της Λιάκουρας από θεόρατα κρούσταλλα και χαλάζι και χιόνια.
Μα ήρθε ο Νότος και εφύσηξε σιγά σιγά κι απαλά, κι έλιωσε το παλάτι και δεν απόμεινε τίποτα απ’ αυτό, παρά μόνο τα δάκρυα του Κατεβατού, που έτρεχαν σαν ποτάμι.
Ο Κατεβατός και ο Νότος
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)