«Ο Κουίκουεγκ γεννήθηκε στο Κοκοβόκο, ένα νησί πολύ μακρινό στα νοτιοδυτικά. Δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη∙ οι αληθινοί τόποι δεν υπάρχουν ποτέ» (σελ. 101).
— Herman Melville, Μόμπι-Ντικ ή Η Φάλαινα, μτφρ. Α. Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg : 1992.
Στην πρώτη σελίδα της νουβέλας του Δημήτρη Καρακίτσου υπογραμμίζεται η ανεπάρκεια του χάρτη: «Οι πρώτες στέγες του χωριού εμφανίστηκαν εκεί που κατά τους ορισμούς του χάρτη μόνο δάσος έπρεπε να δουν [...]» (σ. 11). Θα συναντήσουμε και δεύτερη αναφορά στην προβληματική τού χάρτη: «Δεν μπορώ όμως να βγάλω συμπέρασμα από τον χάρτη [...]» (σελ. 55) που πεποίθησή μου είναι ότι υπαινίσσεται την απόκλιση από τη θεωρία στην πράξη. Τι ακριβώς όμως θέλει να μας πει ο Καρακίτσος αναφορικά με την αποτυχία της αποστολής, το 1892, των Μπιόρλινγκ και Καλστένιους, στην απόπειρά τους να προσεγγίσουν πρώτοι τον Βόρειο Πόλο; Ήταν και εκείνη η αποστολή μια ρομαντική διαφυγή; Εφιστώ την προσοχή ότι το «ρομαντική» στη νουβέλα του Καρακίτσου διαβάζεται και με την έννοια της καθομιλουμένης αλλά και μέσα από το πρίσμα του κινήματος του ρομαντισμού που εδώ, ο μύθος του συγγραφέα θα τον φέρει να συγκρούεται με τον νατουραλισμό – την ακραία μορφή ρεαλισμού που κυρίευσε τη λογοτεχνία στα τέλη του 19ου αιώνα. Είναι λοιπόν η νουβέλα μια βιωματική απόπειρα ενάντια στον νατουραλισμό που τόσο αντιστέκεται ο ήρωας του Καρακίτσου, Ούλοφ Άλμκβιστ, που μαζί με τον Γιαν Άντερς Βίλεμαρκ ξεκινούν ένα οδοιπορικό προς τον βορρά; Είναι οι ζωές των δύο πρωταγωνιστών λογοτεχνία και η λογοτεχνία οι ζωές τους; Τουλάχιστον αυτό θα ήθελε ο Ούλοφ, αλλά η ζωή έχει τον τρόπο της να επιβάλλεται διαφορετικά.
Ο Καρακίτσος κατασκευάζει ένα παραμύθι που στέκεται και πάλι όπως στην περίπτωση του προηγούμενου πονήματός του, Ο Δον Υπαστυνόμος (Αντίποδες, 2021), στοχαστικά απέναντι στη λογοτεχνία. Μετά τις αμετροέπειες του Δον Υπαστυνόμου –αμετροέπειες στα σημεία, γιατί το συγκεκριμένο μυθιστόρημα έχει αρκετές αρετές– ο Καρακίτσος εμφανίζεται πιο προσγειωμένος και κατάτι πιο εσωστρεφής. Το Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους είναι μια νουβέλα που «κοιτάζει τον αναγνώστη στα μάτια» ενώ παρακολουθεί τα νεανικά καπρίτσια των ηρώων του, του Ούλοφ και του Γιαν Άντερς. Το δίδυμο ξεκινά ένα ταξίδι προς τα βόρεια, όπου «βόρεια» σημαίνει στο βιβλίο –σαν τον «αληθινό βορρά» (true north) της ναυσιπλοΐας– την πίστη τους για μια αυθεντική, αληθινή επιλογή προς τη ζωή και την περιπέτεια. Το δίδυμο όμως των ηρώων έχει και μια διαφορετική ανάγνωση: συνιστά υπό κλίμακα συγγραφέα και κοινό. Ο Ούλοφ Άλμκβιστ συγγράφει και ο Γιαν Άντερς Βίλεμαρκ ακούει ή παριστάνει ότι ακούει τις ιστορίες του φίλου του, γιατί τις περισσότερες φορές βαριέται ή αδιαφορεί χαρακτηριστικά για τις ιδέες και τα γραπτά του Ούλοφ. Ο Καρακίτσος χτίζει μεθοδικά αυτή την ασυμφωνία του διδύμου των φίλων –που μπορεί να διαβαστεί και ως μυθοπλαστικός σχολιασμός ασυμφωνίας συγγραφέα κοινού–, γιατί πίσω από τη φαινομενική φιλία τους κρύβεται η άγνοια του ενός για τον άλλο. Παρατηρήστε πώς στα πρώτα κεφάλαια οι δύο συνοδοιπόροι δεν καταφέρνουν να συγχρονιστούν ούτε καν στις ώρες που κοιμούνται και ξυπνούν (βλ. σ. 26, 30). Όπως, προσέξτε την καταληκτική πρόταση του κεφαλαίου «Γιούνας Λίλιεφορς» όπου ο Ούλοφ δηλώνει, όταν ακούει την αφήγηση του φίλου: «Με εκπλήσσεις, δεν ήξερα ότι είσαι τόσο ρομαντικός» (σελ. 29). Και αυτό συμβαίνει γιατί ο Ούλοφ παραμένει στη σκιά της σαγήνης τού μεγαλόπνοου έργου του να μεταμορφώσει τη λογοτεχνία της εποχής του αδιαφορώντας και ο ίδιος με τη σειρά του για τη ζωή και τις ανησυχίες του φίλου του που τις βρίσκει μικροαστικές και κοινότοπες. Ακόμη και το κείμενο που συγγράφει ο Ούλοφ για να τιμήσει τον φίλο του, προς το τέλος, είναι ένα κείμενο που αρέσκεται στη μεγαλομανία του. «Και τότε, κλείνοντας για μια στιγμή τα μάτια, είδα τον εαυτό μου στο βήμα ενός μικρού και σκοτεινού αμφιθεάτρου. Το κείμενο μπροστά μου το διάβαζα με στόμφο και συγκίνηση [...]».
Το βιβλίο εγκιβωτίζει έντεχνα υφολογικές εντάσεις: ο Ούλοφ, όπως είπα, μάχεται τον νατουραλισμό της εποχής με γερές δόσεις φαντασίας καθώς προσπαθεί να αντισταθεί στην απομάγευση που έχει επιφέρει η βιομηχανική επανάσταση αλλά το κείμενο ενδίδει και στις χαρακτηριστικές «φέτες ζωής» των νατουραλιστών. Διόλου τυχαία, καθότι η πορεία προς τον νέο ρεαλισμό (μοντερνισμό;) που ευαγγελίζεται η Βέρθα Λέβερτιν, ηρωίδα του έργου, ωθεί τον Ούλοφ τόσο προς τη συνειδητοποίηση του αδιεξόδου που ενέχει ο ρομαντισμός του όσο και προς την αποδοχή από μέρους του του μηχανισμού με τον οποίο αυτός ο ρεαλισμός ενδύεται την αναπόδραστη μασκαράτα της ενηλικίωσης: στο τέλος του βιβλίου «ψιμύθια» και μασκαράτα τού νέου ρεαλισμού που ευαγγελίζεται η Λέβερτιν εναποτίθενται πάνω στον Ούλοφ από τους χαρακτήρες που διασταυρώθηκαν μαζί του στο ταξίδι, αλλά και από τους ίδιους τους Μπιόρλινγκ και Καλστένιους που μπορεί να μην συναντήθηκαν με το δίδυμο των ηρώων του Καρακίτσου αλλά δάνεισαν τα ονόματα και την αποτυχία τους σε αυτή την προτροπή που υπαινίσσεται ο τίτλος.
Βρίσκω λοιπόν εξαιρετικά ενδιαφέροντα τον στοχασμό του Καρακίτσου και αισθάνομαι ότι το συγκεκριμένο βιβλίο πλέει κάπως και στα απόνερα του Δον Υπαστυνόμου. Από τη μια η νουβέλα αυτή είναι πιο ώριμο έργο, πιο ταπεινό και προσγειωμένο, –βιβλίο που δυστυχώς δεν διαβάστηκε και δεν σχολιάστηκε αρκούντως– αλλά από την άλλη δεν μπορώ να μην διατυπώσω τη θλίψη μου απέναντι στο γεγονός ότι ακόμη και ένας Καρακίτσος επιδεικνύει σημάδια απομάγευσης καθώς δείχνει ότι λαμβάνει υπόψη του τον αναγνώστη και εκφράζει την ανησυχία του για μια επικείμενη αποτυχία, τόσο εντός όσο και εκτός μύθου. Ομολογώ ότι, αρχικά, τίτλος και πρώτες εντυπώσεις από το βιβλίο με έκαναν διαρκώς να αναρωτιέμαι αν ο Καρακίτσος υιοθετεί μια τόσο συντηρητική θέση, αν και τελικά θέλω να πιστεύω ότι υπαινίσσεται πως η αποτυχία αυτή των Μπιόρλινγκ και Καλστένιους ενέχει και μια ανυπέρβλητη αυταξία που θα την καθιστά πάντα σαγηνευτική. Έτσι, θέλω να ελπίζω ότι θα επανέλθει δριμύτερος – αδιαφορώντας παντελώς για τις προτροπές του λογοτεχνικού εαυτού του.
— Δημήτρης Καρακίτσος, Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους, Ποταμός : 2022, 144 σελίδες, ISBN : 978-960-545-174-5, τιμή : € 14,00.