Αγαπητά μου ανίψια,
Σας είχα τάξει, την τελευταία φορά, να σας μιλήσω για το αεροπορικό μου ταξίδι στα Γιάννενα.
Είναι συνταρακτικό ένα αεροπορικό ταξίδι, όταν το κάνεις για πρώτη φορά. Νόμισα πως θα φοβηθώ πολύ και σας αποχαιρέτησα με τη σκέψη ένα ένα, ανιψάκια. Τι τα θες, άλλο είναι να νιώθεις τη γη στέρεη από κάτω σου, κι άλλο να γίνεσαι… πουλί.
Έλα όμως που είχα και τόση περιέργεια, να δω πώς θα ’ναι αυτό το περίφημο ταξίδι. Όλα ήταν για μένα καινούργια: το αεροδρόμιο, η αεροσυνοδός, το κλείσιμο μέσα στο μεγάλο κουτί, ύστερα που σου λένε να δέσεις τη ζώνη (εκεί δα μετανόησα λιγάκι που είχα μπει), ύστερα το τρέξιμο του αεροπλάνου μέσα στο διάδρομο απογειώσεως και το ελάχιστο διάστημα που σταματάει, να πάρει λες ανάσα για τη μεγάλη στιγμή που θα ξεκολλήσει από τη γη. Εκείνη την ώρα σού φαίνεται σαν ζωντανό πλάσμα που μαζεύει τη δύναμή του, και άθελά σου μαζεύεις κι εσύ τη δύναμή σου για να μοιραστείτε την προσπάθεια.
Η προσπάθεια σε ανεβάζει τώρα όλο και πιο πάνω, κι η γη πλαταίνει στα πόδια σου. Βλέπεις τους ανθρώπους που κάνουν μπάνιο στη Γλυφάδα, τ’ αυτοκίνητα, πιο μικρά, πιο μικρά –και τώρα πια έχεις κάτω σου έναν ωραίο ανάγλυφο χάρτη, με στρωτή γαλάζια θάλασσα, κιτρινωπά βουνά, πράσινους λεκέδες από βλάστηση. Νά ο Ισθμός της Κορίνθου, νά ο Κορινθιακός, κι οι ακτές της Ρούμελης με τις αμέτρητες πτυχές –εδώ, μας λένε, είναι το Αιγαίο, κάτω στο βάθος το Μεσολόγγι. Ύστερα η Ακαρνανία με τις λίμνες… Βουνά, βουνά, χάνεις το νου σου από την κακοτράχαλη γη, όλο πέτρα. Λιγοστά τα δάση στις πλαγιές, μικρά τα χωριουδάκια κι η πρασινάδα γύρω τους φτωχή, καταλαβαίνεις με τι μόχθο κάνουν τούτοι οι άνθρωποι τη γη να δώσει τον καρπό της. Κι όμως παντού, στις κοιλάδες, στις πλαγιές, στα ριζά των βράχων, χαραγμένα με υπομονή τ’ αμέτρητα δρομάκια και μονοπάτια που ενώνουν τους ανθρώπους. Θυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει σ’ ένα βιβλίο που αγαπούσα πολύ στα νιάτα μου, τα Ψηλά Βουνά του Παπαντωνίου:
«Ο δρόμος δε γίνεται μόνο για λίγους ανθρώπους. Τον φτιάνουν λίγοι και τον χαίρονται πολλοί.
»Ο δρόμος είναι για όλο τον κόσμο. Είναι για τον πλούσιο και το φτωχό, για τον άρχοντα και το ζητιάνο.
»Με το δρόμο, ένα βουνό ανταμώνει με το άλλο βουνό, μια πολιτεία δίνει το χέρι στην άλλη…»
Έτσι όπως τους βλέπεις ολοκάθαρα από κει πάνω τους δρόμους, πυκνό δίχτυ που ζώνει τα βουνά και τους κάμπους, σε κάνουν ν’ αγαπάς και να θαυμάζεις τον άνθρωπο. Που μικρός σαν μυρμήγκι, αθέατος από κει ψηλά, κατόρθωσε να χαράξει με αναλλοίωτα σημάδια στο πρόσωπο της γης την ανάγκη του για επικοινωνία, για συνεννόηση, για φιλία με τους άλλους ανθρώπους.
Αυτή μου φαίνεται είναι η πιο ζωηρή εντύπωση που κράτησα από το ταξίδι μου.
Σας φιλώ, ανιψάκια,
Η θεία Νεραντζούλα
Από το αεροπλάνο
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)