Mε καράβι στα ταξίδια
το ναυτόπουλο γυρνά
και στης θάλασσας τα φίδια
τα μικράτα του περνά.
O βοριάς δεν το τρομάζει
ούτ’ η άπιστη νοτιά,
ούτε χιόν’ ούτε χαλάζι,
ούτε κύματα πλατιά.
Στη δουλειά πουρνό και βράδυ
με τον στρόπο* στο πλευρό
ξερό τρώει παξιμάδι,
πίν’ ακάθαρτο νερό.
Πεταχτό σαν το ξεφτέρι
αναβαίνει στα πανιά
και με ρόζους εις το χέρι
λύνει δένει τα σχοινιά.
Στου κινδύνου την τρομάρα
το φυλάγει μοναχή
της μανούλας του η λαχτάρα,
της μανούλας του η ευχή.
Που ελπίζει παλικάρι
να τον διει καμιά φορά,
να τον πουν μικρό Kανάρη
μέσ’ στ’ αθάνατα Ψαρά.
* στρόπος: (στρόφος) σχοινί που χρησιμοποιείται για να μετακινούνται βαριά φορτία.
Το ναυτόπουλο
(από το βιβλίο: Hλίας Tανταλίδης, Tα άσματα, Eκ του τυπογραφείου της Aθηναΐδος, 1878)