Ο Φοίβος τέμνων με λάμπον βήμα
καθαρομέτωπον ουρανόν,
φλογώδες σκάφος ελαύνον κύμα
εις σαπφειρώδη ωκεανόν,
την υπερήφανον ήδη πτήσιν
προς την ροδόχρουν έκλινε δύσιν.
Χρυσαί ακτίνες επιφωτίζουν
τας κορυφώσεις του Υμηττού
και το φαλάκρωμα καλλωπίζουν
του λιθοστέρνου Λυκαβηττού.
Πλην μάτην πλέον εναντιούται
τοις Δωριεύσιν ο Ιλισός.
Ματαίως άπελπις εξογκούται
καταφερόμενος περισσός.
Τη αποφάσει της επιμένει
αδυσωπήτως η Ειμαρμένη.
Λοιπόν με βίαν αυτοί μεγάλην
την μίαν όχθην του παραιτούν
και, διαβάντες επί την άλλην,
το προστυγχάνον λεηλατούν.
Εις δε την πόλιν οι Αθηναίοι,
εν τη πλατεία της αγοράς,
όπως περίφοβοι, όταν πνέη
τοξεύων χάλαζαν ο βορράς,
εις τους σηκούς των οι άρνες τρέχουν,
τω Μελανθίδη τον νουν προσέχουν.
Εκείνος, σκήπτρον κρατών εις χείρας,
θνητός πλην όμοιος με θεόν,
εκ των ομμάτων βάλλων σπινθήρας,
τοιαύτα λέγει προς τον λαόν.
«Όχι. Δεν έχει ορθώς το ρήμα,
εις ο πιστεύουσιν οι θνητοί,
ότι του βίου τυφλή το νήμα
της Ειμαρμένης η χειρ κρατεί.
Σπουδαία γνώμη φαίνετ’ εκείνη.
Συν Αθηναίη και χείρα κίνει.
Eάν τον Ξάνθον δεν απησχόλει
του Kόδρου ένοπλος ο πατήρ
θα τον εφόνευε; Kαι τη πόλει
θ’ απεκαλείτο άναξ σωτήρ;
»Δύο τα πάντα διέπουν τύχαι,
διπλούς του βίου μας βασιλεύς,
διπλήν την μοίραν, λέγουσιν, είχε
και ο της Θέτιδος Aχιλλεύς.
Δεν έχουν ταύτα μικράν αξίαν;
Λοιπόν ακούσατε τον Λοξίαν.
Ή σεις, δεσπόται των Aθηναίων,
προβαλλομένων κάραν δειλήν,
ή κείνοι τρόμος των Δωριέων,
αποκοπέντες την κεφαλήν.
»Aυτά ετραύλισεν η Πυθία
προς τους αγνώμονας Δωριείς,
όταν ηρώτων, η αδικία
εάν αρέσκη και τοις θεοίς.
Αυτά αι πτέρυγες της φιλίας
κατ’ επινεύσεις φέρουσι θείας·
και οστισδήποτε τα μανθάνη
τοιουτοτρόπως τα εξηγεί.
Ή την ζωήν του ο Κόδρος χάνει
ή ταις Αθήναις υποταγή».
Όπως ο άνεμος εις τα δάση,
οξύν αθρόον επιρρυείς,
την ησυχίαν διαταράσσει,
σείων τους κλάδους μετά βοής,
ούτω ταράσσει τους Αθηναίους
με δύο λόγους, τους τελευταίους.
Ως ογκουμένη του πόντου πλάτη,
ανακινείται η αγορά,
βοή δ’ εγείρεται αυτομάτη,
συγκεχυμένη και θλιβερά.
Αλλά την χείρα γλυκύς απλώσας
ο Μελανθίδης προς τον λαόν,
σιγήν επέβαλεν εις τας γλώσσας,
εγείρων μέτωπον αγλαόν.
Με νεύμα μόνον και λέξιν μίαν
παντού επέχυσεν ηρεμίαν.
Ούτως η Νύμφη Κυματολήγη
χύνει μειδίαμα ελαφρόν
και, υπακούσας ο πόντος, λήγει
και των κυμάτων και των αφρών.
Εξηκολούθησ’ ο Μελανθίδης,
πατήρ προς τέκνα δημηγορών.
«Τοιαύτα είπεν ο Λητοΐδης,
περί δικαίων ολιγωρών·
πλην υπό ταύτα τα θεία έπη
την άλλην έννοιαν τίς δεν βλέπει;
Ή ζης αδόξως, ώ Κόδρε, λέγει,
ή, αποθνήσκεις μετά τιμής.
Δύο μοιραίας οδούς προλέγει
ίνα τραπώμεν μίαν ημείς.
»Εγώ δ’ ενδόξων ηρώων γόνος
εκείνους έχων υπογραμμόν,
δεν υπεραίρομαι, ωσεί μόνος
την ευδοξίαν υπερτιμών.
Το φως ο ήλιος τη σελήνη·
τας αρετάς των ημίν εκείνοι·
εγω δε, πάσι μεταβιβάζων
φιλοπατρίας μαρμαρυγήν,
ποθώ την δύσιν, αστήρ αυγάζων
επ’ ελευθέραν εισέτι γην.
»Υπέρ γονέων, παίδων, πατρίδος,
είναι ο θάνατος εορτή·
επ’ ελευθέρας πίπτουσ’ ασπίδος,
δεν αποθνήσκει η αρετή.
Είναι των δούλων πικρός ο βίος·
πλην ζη ο Ήρως ή πίπτει θείος.
Και αν κατείχον ψυχάς μυρίας,
παρά την φύσιν των γηγενών,
υπέρ της φίλης ελευθερίας
θα τας εκίρνων των Αθηνών».
Δεν είχε παύσει, και επ’ ασπίδος
ο ήρως Μέδων ανορθωθείς,
όπως εγείρετ’ εκ της παγίδος
ορνέων άναξ απολυθείς,
είπεν. «Ο γέρων, δεν είν’ αισχύνη,
αντί των νέων αίμα να χύνη;
Οποία δόξα θα περιβάλη,
τίς υπολήπτεται τον υιόν,
ος αντί ξίφους δειλός, προβάλλει
στήθος γεννήτορος πολιόν;
»Ζητούν σωτήρα των αι Αθήναι
την εστεμμένην των κεφαλήν·
ο Μέδων σπλάγχνον σου μη δεν είναι;
Ψυχήν ο Μέδων έχει δειλήν;
Αυτόν η χειρ σου πριν ή νυκτώση
διάδοχόν σου ας υψώση.
Εγώ δε, πίπτων προ του πατρός μου,
νόμιμος άναξ των Αθηνών,
διά του ρέοντος αίματός μου
εξιλεώνω τον ουρανόν».
Ως ευφημίαν άκων εκβάλλει
από το στόμα πας θεατής,
όταν αντίπαλον καταβάλλη
εν τοις αγώσιν ο παλαιστής,
ούτω τον Μέδοντα ευφημούσι.
Θέλουν ο γέρων να υπακούση.
Αλλ’ αναβλέψας φαιδρός εκείνος
προς τον δακρύσαντ’ αυτού υιόν,
«Μάθε, τω είπε, πως ακινδύνως
δεν θ’ απατήση τις τον Θεόν.
»Θέλει το θείον τας εντολάς του
να εκτελώμεν μετά χαράς,
και τας καρδίας εις τας βουλάς του
θέλει να κλίνωμεν καθαράς.
Την αρετήν σου αναγνωρίζω·
τας ευλογίας μου σοι χαρίζω·
πλην περισσότερος δεν μας μένει
προς κατανάλωσιν ο καιρός.
Πας Αθηναίος ας αναμένη
την σωτηρίαν του σταθερός».
Του Φοίβου δύοντος απεχώρει·
κι ιδού μετέωρον φωτεινόν,
διολισθαίνον ανά τα όρη,
εγκαταλείπει τον ουρανόν.
Τον ηκολούθησεν ο υιός του,
τον ηκολούθησεν ο λαός του,
όπως τα πρόβατα τον ποιμένα
με κεκλιμένας τας κεφαλάς,
ενώ την Φοίβην η νυξ εγέννα
προς ωχριώσας ανατολάς.