Έφερα δυο γάτες θηλυκές από την Αθήνα στο χωριό που έχω το εξοχικό. Καλοκαίρι του 2021, δύο αδελφούλες. Η μία προσαρμόστηκε αμέσως, η άλλη τρόμαξε και εξαφανίστηκε το ίδιο σούρουπο. Την είχα για χαμένη, την έφαγαν οι αλεπούδες σκεφτόμουν με τύψεις, μέχρι που παρουσιάστηκε δυόμιση μήνες αργότερα, καμαρωτή καμαρωτή, να με πλησιάζει βαδίζοντας δίπλα στην αδελφούλα της. Ήθελε το χρόνο της.
Δεν μπορείς να φέρνεις γάτες θηλυκές από την Αθήνα και να τις αφήνεις δίχως να τις στειρώνεις μου είπε θυμωμένα, σε άψογα ελληνικά, μια Γερμανίδα γειτόνισσα. Της απάντησα δεν πρόκειται.
Επανέλαβα τη συζήτηση σε Έλληνα φίλο, ο οποίος διατηρεί στο χωριό πολλές γάτες και τις έχει όλες στειρώσει.
Ο λόγος που έρχονται ξένοι εδώ, ο λόγος που αγαπάμε τον τόπο εδώ και οι δυο μας, του ανέφερα σχολιάζοντας, είναι ότι έχει αφεθεί ακόμα περιθώριο ώστε το άγριο και το ανεξέλεγκτο να υφίστανται, δίχως ενοχή, από νοοτροπία. Με περίσσεια ή όχι σκληρότητας, δεν το ξέρω - είναι θέμα συζήτησης. Αλλά σχεδόν σ’ όλη τη βορειοδυτική Ευρώπη το άγριο έχει απαλειφθεί και το αναγνωρίζουν και οι ίδιοι. Και με ενοχλεί το πόσο ελάχιστα συνειδητοποιημένοι είναι σε σχέση με αυτό και την επιλογή τους ν’ αγαπούν την Ελλάδα από τη μία, αλλά να την πατρονάρουν από την άλλη όσον αφορά στους τρόπους της.