Ο Neil Postman στην εισαγωγή του Amusing Ourselves to Death (Διασκέδαση μέχρι Θανάτου), βιβλίο που εκδόθηκε το 1985, μιλά για τον εκφυλισμό της αμερικανικής πολιτικής που έφερε ο εκφυλισμός του λόγου και η επικράτηση της εικόνας (τότε της τηλεόρασης), ως μέσο επικοινωνίας στον πολιτικό διάλογο στις ΗΠΑ. Ο Postman αναδεικνύει τέσσερις αμερικανικές πόλεις, ορόσημα και πομπούς του στίγματος της αμερικανικής κοινωνίας. Τη Βοστώνη, το κέντρο πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης στα τέλη του 18ου αιώνα (τότε που η Νέα Αγγλία είχε πληθυσμό με τις υψηλότερες στον κόσμο επιδόσεις σε ανάγνωση και γραφή, όταν εκεί οι περισσότεροι διάβαζαν και παρακολουθούσαν διαλέξεις και οι δημόσιες συνομιλίες). Ακολούθησε η Νέα Υόρκη στα μέσα του 19ου, η χοάνη που δημιούργησε τη ραχοκοκαλιά της αμερικανικής κοινωνίας (ας θυμηθούμε το Μπρούκλιν του Whitman: on the ferry-boats the hundreds and hundreds that cross, returning home, are more curious to me than you suppose...), το Σικάγο της αρχής του 20ου αιώνα, πόλη μυώδης με ατσάλινες πλάτες που σήκωσαν τη εκβιομηχάνιση των ΗΠΑ, για να καταλήξει στο Λας Βέγκας της παρακμής του ευχάριστου της εικόνας, με τη διασκέδαση ως προϋπόθεση για να περάσουν οι πολιτικοί μηνύματα στους ψηφοφόρους.
Στο δεύτερο κύκλο του Μαέστρο, ο Ορέστης με τη γυναίκα του Αλεξάνδρα, πλούσια και αδίστακτη μπρόκερ (sic), επισκέπτονται το Ελληνικό να δούνε στη ψηφιακή οθόνη το ελληνικό εκεί όραμα, με τους ουρανοξύστες, το real estate, το πάρκο και το καζίνο. Χιμαιρικό όραμα ανάπτυξης μιας χώρας του 21ου αιώνα που έχει εμμονή στη διασκέδαση ως παυσίπονο αφασίας. Αφασικής στο γεγονός ότι «γλίστρησε στις χαραμάδες» της ιστορικής πορείας και βυθίζεται σε λήθη όλων, Ελλήνων και μη, καθώς ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, ποτέ δεν πέρασε τα στάδια για να υπάρξει ως σύγχρονη χώρα.
Πριν τελειώσει - όλα τελειώνουν κάποτε εξάλλου.
Κάποιο Σαββατόβραδο θα ομολογήσω σε πάγκο στο πάρκο τον έρωτά μου σε Έλληνα οικοδόμο, από τους τελευταίους (μετά την τροπολογία που έβαλε τάξη στο καθεστώς των αλλοδαπών που διαμένουν στην Ελλάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα). Ο οικοδόμος φίλος θα έχει λίγο περασμένα τα πενήντα και θα δουλεύει στα συνεργεία που θα χτίζουν καζίνο στο Ελληνικό και στην Κηφισίας. Αυτός θα μου εκμυστηρευθεί ότι ο πατέρας του δεν τον άφησε να τελειώσει το γυμνάσιο γιατί έπρεπε να δουλέψει, θα μου πει ότι του αρέσει η παρέα μου, ότι μακάρι να είχε περισσότερο χρόνο αλλά να - η χωρισμένη γυναίκα και τα παιδιά του που δεν τα βγάζουν πέρα. Θα μιλήσουμε χαλαρά για αρκετή ώρα και για διάφορα και θα με ρωτήσει τι σημαίνει non-binary που το βλέπει συνέχεια στην τηλεόραση και στα σόσιαλ. Θα απαντήσω ότι δεν είμαι σίγουρος να του εξηγήσω, ότι μου φαίνεται μαλακία άνευ σημασίας και να μην ασχολείται, χαβαλές είναι που πείθει τον εαυτό του κνίτικα για να δείχνει πολιτική.
Το μόνο που ίσως του εξηγούσα είναι αυτό που θα έχει κολλήσει στο μυαλό μου, το "falling through the cracks". Κάτι που στα τρεξίματά του δεν θα το έχει προσέξει. Αλλά έτσι κι αλλιώς ελάχιστοι θα έχουν δώσει σημασία ώστε να το αναδείξουν.