ΕΚΕΙΝΟΣ: Πώς πέρασες το πρωί;
ΕΚΕΙΝΗ: Τίποτε ιδιαίτερο. Πήγα στα μαγαζιά.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Ψώνισες;
ΕΚΕΙΝΗ: Όχι. Ήπια καφέ με έναν άγνωστο!
ΕΚΕΙΝΟΣ: Αχά!
ΕΚΕΙΝΗ: Παραλίγο να σε κερατώσω!
ΕΚΕΙΝΟΣ: Με ποιόν;
ΕΚΕΙΝΗ: «Με ποιόν»! Αυτό θα με τρελάνει με σένα. Μπορεί να ήταν «με ποιά».
ΕΚΕΙΝΟΣ: Με ποιά λοιπόν;
ΕΚΕΙΝΗ: Αφού δεν έγινε τίποτε.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Ε, καλά, εσύ το ξεκίνησες.
ΕΚΕΙΝΗ: Ε, όχι κι εγώ! Αυτός επέμενε να πάμε στο σπίτι του.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Πήγες στο σπίτι του;
ΕΚΕΙΝΗ: Ε, πού τον ήπιαμε τον καφέ;
ΕΚΕΙΝΟΣ: Νόμιζα πως...
ΕΚΕΙΝΗ: Πολλά νομίζεις. Είχε ωραία κουζίνα...
ΕΚΕΙΝΟΣ: Εσύ έκανες τον καφέ;
ΕΚΕΙΝΗ: Όχι, εγώ κάθησα στον καναπέ και έβγαλα τις γόβες.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Τι έβγαλες;
ΕΚΕΙΝΗ: Είπε ότι θα μου έκανε μασάζ στα δάχτυλα. Ξέρεις ότι τρελαίνομαι για μασάζ.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Ε;
ΕΚΕΙΝΗ: Εξ και ξερός. Του έβγαλα την μπλούζα και του έτριψα την πλάτη.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Τι του έτριψες;
ΕΚΕΙΝΗ: Δεν ήθελα υποχρεώσεις. Αφού του ζήτησα να μη μου γλείφει την κοιλιά.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Πώς;
ΕΚΕΙΝΗ: Ήταν πολύ ωραία. Αλλά δεν κάθησα πολύ. Μια πιπούλα του έκανα και έφυγα.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Παραλίγο να με κεράτωνες!
ΕΚΕΙΝΗ: Έρχεσαι στα λόγια μου, είδες;
[ αναδημοσιεύεται από το μπλογκ Πετεφρής: The cultural barbecue ]