Όταν ζούσα στο Βορρά, κάποιες φωτεινές μέρες θερινού ηλιοστασίου έβλεπα απ' το παράθυρο του τρένου τα φύλλα παραποτάμιας ιτιάς ν’ ασημίζουν και η μνήμη πρόβαλε στα μάτια μου ελιά. Και στην Αθήνα, οδηγώντας στη Βουλιαγμένης λίγο πιο κάτω από τον Άγιο Δημήτριο, καλοκαίρι πάλι, στα δεξιά του δρόμου πέντε σκόρπιες ελιές σε άκτιστο χωράφι άνοιγαν στο μυαλό μεγάλο άνυδρο ελαιώνα, ως πέρα στη θάλασσα.
Έτσι λειτουργούσε για κάποιους η μουσική του Χατζιδάκι. Περιείχε και συνόψιζε και με τους στίχους του Γκάτσου κι όσων είχε συνεργαστεί γεννούσε κόσμο. Τίναζε από μέσα της Ελλάδα, όχι μια Ελλάδα ύπουλης και στείρας νοσταλγίας αλλά μια Ελλάδα άχρονη, απλωμένη στην υφήλιο. Την τραβούσε από το μέσα μας ελάχιστο κι αυτή θέριευε, μας αγκάλιαζε και μας έκλεινε στην πραγματικότητά της.
Από τους κελαηδισμούς στην όχθη του Έβρου στον ποταμό τον Πάμισο, από τους αγρούς του Άργους στο Χωρίον ο Πόθος. Από τα κακοτράχαλα τα βουνά και την Ακροκόρινθο, στη φωτεινή οθόνη παλιού κινηματογράφου της οδού Αθηνάς. Κι από την Ομόνοια πίσω στην Οικουμένη. Εκεί που εμείς, ευαίσθητοι ληστές και φονιάδες, παιδιά Πατρινιάς και Μεσολογγίτη, ποθούμε να θαφτούμε. Όπου έθαψαν εκείνη την Ελένη.
Πιάνο: κύμα, βότσαλο, αλμύρα - ψιθύριζαν ζεστό καλοκαίρι. Στην αντηλιά, στα μισόκλειστα μάτια, μια αντρική φιγούρα άφηνε σώμα κι αίμα στο τραπέζι. Γλυκά τελικά όπως μέλι.
Το βαγόνι μας γλιστρούσε στο σκοτάδι προς εκείνη την Ελλάδα στην οποία ο Χατζιδάκις είχε δώσει υπόσταση. Δεν φοβόμασταν τη νύχτα, μας είχε αφήσει τον κωδικό για την κλειδαριά. Μας είχε βρει το χαμένο κλειδί στο δρόμο προς τις Μυκήνες, το θαμμένο στις στάχτες των κυπαρισσιών του Νότου.