Πώς πέθαναν τρία νήπια, τρία μωρά και ανοίχτηκαν τρεις τάφοι, είναι αρκετή ενοχοποίηση ακόμη και στη χώρα των δικολάβων, των ιατρικών γνωματεύσεων, των ενόχων και των αθώων. Και η μόνη σιγουριά, η μοναδική ασφάλεια που εξασφαλίζει η ζαβή, ολότελα πρόχειρη και λασπώδης διάδοση λεπτομερειών και «αρμοδίων», είναι η τοποθέτηση στο ψυγείο μετα τις δύο πρώτες εβδομάδες, η κατάψυξη πάνω στον μήνα, και η ερώτηση «ποια Ρούλα;» πάνω στο δίμηνο.
Περισσότερο κι από την «έρευνα» που επιχειρούν τα κανάλια, ήδη διαφαίνεται ένας εσωτερικός διανομέας αυταρχικής υπεροψίας που αναλαμβάνει ανά σταθμό, ο πρωτεύων δημοσιογράφος, ο δεύτερος στην ιεραρχία που βγάζει τη ζόρικη δουλειά, και το πλήθος των πληροφοριοδοτών που συεγκεντρώνονται όπως τα μυρμήγκια στο χυμένο στάρι. Όλες οι ειδήσεις είναι αποκλειστικές, όλες οι λεπτομέρειες περιέχουν «αποκαλύψεις», ολόκληρες φέτες πληθυσμού εξοικειώνονται με το μακάβριο φαινόμενο μιας εκταφής, ενώ οι αρχικουτσομπόληδες οργιάζουν με προκλητικό τρόπο, πόσες σεξικές ανασαμιές τηρήθηκαν, πόσες μοιχείες πραγματοποιήθηκαν, και αν η έγκλειστη στον Κορυδαλλό της ανάβει το τσιγάρο ένας ανθρωποφύλακας.
Κι άλλα πρόσωπα, η σπιτονοικοκυρά, οι μακρινοί συγγενείς της που μουρμουρίζουν κάπου στην Ακαρνανία, η όλη Πατρινή ιντελιγκέντσια με τις χάρες και τις υστερήσεις της, όλα βοούν και κοάζουν πως δεν υπάρχει δημόσιος, αυτοδιοικητικός ή ιδιωτικός φορέας που να μη υπέγραψε, σφράγισε και έστειλε στο πρωτόκολλο χαρτιά. Δηλαδή αναφορές, έγγραφα, πιστοποιήσεις, όλον τον πληθυσμό της εγγραφολογίας και τα περιεχόμενα ενός άσκοπου φακέλου.
Τα υπόλοιπα δεν είναι ακριβώς «θάνατος και τρέλα» που μνημονεύουν συχνά οι κριτικοί της λογοτεχνίας, αλλά ο Βιζυηνός:
«Μέσ᾿ στὰ στήθια ἡ συμφορὰ/ σὰν τὸ κῦμα πλημμυρᾷ,/ σέρνω τὸ βαρύ μου βήμα/ σ᾿ ἕνα μνῆμα / Τὸν σταυρὸ τὸν ἀψηλὸ/ ἀγκαλιά, γλυκοφιλῶ/ τ ὸ μυριάκριβο ὄνομά της,/ κι᾿ ἀπ᾿ τὰ χώματά της/ ἡ φωνή της ἡ χρυσὴ/ μὲ καλεῖ «ἔλα καὶ σὺ/ δίπλα στὸ ξανθὸ παιδί σου/ καὶ κοιμήσου!»