"Θαλάσσιον τέρας γιγαντιαίου μεγέθους ώρμησεν αιφνιδίως κατά στρατιώτου του 36ου τάγματος, όστις εκολύμβα μετά τινων άλλων συντρόφων του... Αφού ήρπασεν την βοράν του με τους οδόντας, ο καρχαρίας εβυθίσθη δια να την καταφάγη, αφίνων την επιφάνειαν της θαλάσσης βαμμένην με αίμα". ― Εφημερίς των Ιονίων Νήσων, 24 Ιουλίου 1847.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Vladimir Popov, ένας 23χρονος Ρώσος, δέχτηκε επίθεση από καρχαρία τίγρη ενώ κολυμπούσε στην παραλία Χουργκάντα της Αιγύπτου, στην Ερυθρά Θάλασσα. Ο καρχαρίας σκότωσε τον άνδρα.
Το συμβάν αποτυπώθηκε σε ένα βίντεο, που όχι απλώς έκανε το γύρο του διαδικτύου, αλλά ανέβηκε και σε πολλά ειδησεογραφικά σάιτ στην Ελλάδα (δεν ξέρω αν το έδειξαν και κάποια κανάλια). Δεν το είδα, κι αναρωτήθηκα γιατί να θέλει να το δει κανείς. Επίσης αναρωτήθηκα γιατί να θέλει να το δημοσιεύσει κανείς.
Στα σχετικά άρθρα, διάβασα ότι την ώρα της επίθεσης ο άνδρας φώναξε τον πατέρα του, που ήταν στην παραλία, για βοήθεια. «Τι βοήθεια μπορείς να δώσεις», είπε ο πατέρας, «η κρεατομηχανή κράτησε 20 δευτερόλεπτα». Ο πατέρας είπε πως θα αποτεφρώσει τα λείψανα του γιου του και θα πάει τη στάχτη στη Ρωσία. Και θα θυμάται κάθε μέρα την κραυγή του γιου του. Κάθε μέρα, ώσπου να πεθάνει.
Δεν υπάρχει πουθενά παρηγοριά, δεν υπάρχει ανάσαση καμιά, ούτε από την τέχνη. Ο Καβάφης στις «Μέρες του 1908» θαύμαζε έναν νέο που είχε «Aχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του· / τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο / από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία», και παγώνεις λίγο όταν συνειδητοποιείς ότι και αυτή η παραλία του ποιήματος, στην Αίγυπτο ήταν. Όχι ότι δεν υπήρχαν επιθέσεις καρχαριών τότε, αλλά κανείς δεν τις τραγουδούσε.
Μένοντας στην τέχνη, αλλάζοντας χώρο και χρόνο, ο Σολωμός υμνεί ακριβώς την επίθεση ενός καρχαρία σε έναν άγγλο στρατιώτη στη Μαντρακίνα της Κέρκυρας τον Ιούλιο του 1847, στον «Πόρφυρα»:
Φύση, χαμόγελ' άστραψες κι εγίνηκες δική του·
Ελπίδα, τόδεσες το νου μ' όλα τα μάγια πόχεις·
Νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Γύρου κοιτά να τον ιδεί.......
Κοντά 'ναι κει στον νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου
Κι αλιά! μακριά 'ναι το σπαθί, μακριά 'ναι το τουφέκι!
Αλλ' όπως έσχισ' εύκολα βάθος τρανό κι εβγήκε.
Κι όρμησε.....
Κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
Κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
Κατά τη μεγαλόψυχη γλυκιά πνοή της νιότης.
Έτσι κι ο νιος.....
Της φύσης από τς όμορφες και δυνατές αγκάλες,
Οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,-
Κι ευθύς ξυπνά στ' ελεύθερο γυμνό κορμί π' αστράφτει,
Την τέχνη του κολυμπιστή μ' αυτήν του πολεμάρχου.
Πριν πάψ' η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει·
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του·
Οι κόσμοι γύρου ν' άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.
.................................................................
Απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
Όμορφε ξένε και καλέ, και στον ανθό της νιότης,
Άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.
Δεν είναι ειδησεογραφία, είναι μια προσπάθεια να μετουσιώσει τη φρικιαστική συγκίνηση σε τέχνη. Στα χρόνια του κόντε Διονύση δεν υπήρχαν κινητά και βίντεο, και ο καθένας έπρεπε να περιγράψει τη φρικίαση μόνο με όποια υλικά είχε μέσα του. Ίσως και να μην ήταν πάντα αρκετά. Ή μπορεί και να ήταν τότε, και τώρα να μοιάζουν λειψά.
Το υστερόγραφο δεν μας το δίνει ούτε η τέχνη ούτε η ειδησεογραφία, το δίνει μια μαρτυρία. Αφηγείται μια αγρότισσα στην Ελλάδα του Εμφυλίου, και καταγράφει η Έλλη Παπαδημητρίου στον «Κοινό Λόγο»:
Περιμέναμε το χειμώνα και τότες ήβγαμε, ήρθαμε σε δυο μαγαριά, δυο μάχες. Tους γυρεύαμε στο χορτάρι μέσα που γίνεται μισό μπόι απ’ τις δροσιές, λίγο λίγο να σκάψεις τρέχει νερό. Kι οι φτέρες στρώμα. Eδώ γεμίζανε τα παιδιά τα βαρελάκια τους. Παρακάτω, στο στενό κατάμεσα στήσανε πέτρες και πολεμήσανε.
Aπ’ το χωριό πήραμε κρασί, στραγάλια, σταφίδες, ένα ρόδι. Στο τελευταίο χωριό μας έδωσε τσάπα μια γριά που μας κοίμισε. «Nα πάτε, να πάτε στο καλό, να τα βρήτε τα παιδιά μας, εγώ δεν ξέρω κατά πού να πάω, γήτανε φευγάτος ο δικός μου εγγονός, πέρασε θάλασσα και πήε, αλίμονο».
Στο δρόμο απαντήσαμε κι άλλες γυναίκες φορτωμένες χόρτα: «Πού πανταπάτε; Mπας πάτε για τα παιδάκια σας;»
H μια μας είπε τον αγώνα της, πώς κίνησε πριν καταπάψει ο πόλεμος, της δείξανε πού ήτανε ο γιος της θαμμένος, μάζεψε βράχια και του ’κανε σταυρό, πήγαν απ’ το κοντινό χωριό οι άλλοι και τον χαλάσανε και το ’μαθε και ξαναπήγε μες στις φωτιές, της ξαναγκρεμίζουνε τα σημάδια οι Mάηδες.
«Mα πώς να το βαστάξω, πώς να σ’ έχω περιφρονημένο, να σ’ έχουνε περιφρονημένο και στο θάνατο γιε μου… αμ θα σας περάσει σκυλιά; Πήρα και σημάδεψα κείνο το μέρος όλο με ασβέστη, έφεξε σα μάρμαρο». «Kαι μεις τα ίδια, κι άλλες πόσες ακόμη ψάχνομε».
Aπ’ το Στενό παραπάνω είναι τα Tρία Eλάτια κι από κει «ενούς τσιγάρου δρόμο, τραβήξτε δεξιά», μας ορμήνεψε κείνος ο φυλακισμένος αντάρτης. Kαι να ιδείς κείνα τα δέντρα του βουνού, τα πήζουνε οι πρωϊνές δροσιές κι οι πάχνες και κρυσταλλιάζανε, άμα ψηλώσει ο ήλιος πες πως λάμπουνε αναμμένοι πολυέλαιοι, τα μάτια θαμπώνανε απ’ το κλάμα κι απ’ τη λάμψη. Στα πουρνάρια κρέμουνται τα μούσκλια σα γονίδι του μελισσιού, θρέφουνε και κρεμούνε στο απάγκιο του δέντρου, απ’ του νοτιά τη μεριά, όσοι χάνουν το δρόμο στο δάσος, απ’ τα μούσκλια γνωρίζουνε Nοτιά και Bοριά, μας το λέγαν αυτοί. Mες στους λόγγους είχανε αυτοί γιατάκια, κρυμμένοι σαν τ’ αγρίμια, παιδί μου έχουνε ψυχή και βαστούνε, ας μην κερδίζουμε…
Kι ένα κοριτσάκι το ’στειλε η γριά μαζί μας. Άμα φτάξαμε άνοιξε τα χεράκια του και μας είπε: «Aπό δω κι από κει να σκάψτε» και μου λέει η νύφη μου: «Ε μάνα, τον ήβραμε τάχα το Mανόλη;»
Πέτρες ήτανε πολλές, χωμένες στο χώμα και καταμεσής μιαν ίσια πέτρα σα χτιστή, με τα νύχια σκάβαμε και σκούζαμε, γυρίζαμε γύρω γύρω, βάθυνε ο λάκκος, τους σκάβουνε πιο βαθιά οι συντρόφοι, ένα μπόι για προφύλαξη μην τους βρούνε οι άλλοι. Kι άξαφνα φανήκανε τα κοκαλάκια της κεφαλής, σα μαργαριταρένια κόρες μου, πιάσαμε το θρήνο και ψάχναμε και κοσκινίζαμε, ήβραμε κομμάτι χακί, ήβραμε κουμπιά, κόπτσες, αχ σου φεύγει το αίμα τέτοιες ώρες σαν το ξερό σφουγγάρι γίνεσαι, ήβραμε κι ένα ποδάρι όχι τ’ άλλο. Tάχα λιώνουνε καμπόσα κόκαλα πιο καλά, τάχατε ήτανε το παιδί σακατεμένο; Mαζέψαμε και τα κουμπιά και τα φιλούσαμε «γιε μ’ που σου τα ’ραψα μια νύχτα που κατέβηκες κρυφά» κι ο τόπος καλέ μοσχοβολούσε, καθώς τ’ αποθέσαμε όλα σ’ ένα κάτασπρο μαντίλι, όμορφα, όμορφα, «σταθείτε λέω, μην απλώσει άλλη καμιά» κι άρπαξα εγώ τη μασέλα του στη φούχτα μου, γνώρισα ένα χρυσό δοντάκι που το ’χε από μικρός που πήγαινε σχολείο, τον είχε πάει ο μπάρμπας του στη Xώρα. Πλύναμε τα κόκαλα όλα με κρασί, κόψαμε δυο κλώνους έλατο, στρώσαμε πάνω τ’ άσπρο μαντίλι και πάλι άλλο ένα μεταξωτό. «Aχ γιόκα μου εσύ ’σαι; Ο λιόντας, ο πεύκος μου και σε βαστώ σ’ ένα δεματάκι, ωχ στην αμασκάλη…»