Πάνω στους σεισμούς, περίμενα να έρθει η αρχαιολογική ομάδα από την Αυστραλία και, καθώς έχω διηγηθεί αλλαχού, νοίκιασα ένα σπίτι πενήντα μέτρα από τον Παύλο με δύο δωμάτια και οφίς, έβαλα διάφορα ωραία πράγματα από το σπίτι μου της Κούσκουρα 6 στη Σαλονίκη που είχε πάθει τον πάθουλα από τις δονήσεις και περίμενα, με παρέα τον αδερφό μου και τον Ίσαρη. Η τουαλέτα ήταν έξω και κάθε μέρα ο ιδιοκτήτης έφερνε νερό με ένα μουλάρι και γέμιζε ένα τεπόζιτο και ένα χαλκοπούλι. Είχα πάει να βρω τα λατομεία και συνάντησα σε ένα σπιτικό, ωραιότατο, με πηγάδι και χτισμένο μόνον από πέτρα, σαν παροικιακό, μια γρηά. Την ρώτηξα αν πουλάει το σπίτι και το έδινε δεκαπέντε χιλιάρικα, αλλά ήμουν εναντίον της ιδιοκτησίας. Γι' αυτό δεν πήρα οικόπεδο στα Πυργαδίκια, οικόπεδο στη Σάνη, σπίτι στο Παλιόκαστρο και πύργο στο λαιμό του Ξέρξη, στον Πρόβλακα.
Πέρασαν δέκα μέρες, πήγα μια μέρα Σαλονίκη και επιστρέφοντας, μου λένε τα παιδιά ότι ήρθαν να μας δούνε η Ελισσώ και ο σύντροφός της. Βόλτα. Έμεναν παραπάνω, στην Νικήτη απέξω. Οι Σαλονικιοί ήταν πρόσφυγες εκείνο το καλοκαίρι και αντάμωναν σαν Μικρασιάτες πρόσφυγες, άφηναν ο ένας μηνύματα του αλλουνού. Ήρθαν οι Αυστραλοί και αρχίσαμε τη δουλειά. Ο Σβάρτσιχ άφαντος, ο Γούφας κάτι κυνηγούσε, την Νταίζη ή η Νταίζη εκείνον ή ήταν φαντάρος ή φέρονταν σαν φαντάρος, μου ήστελνε υπέροχα ζωγραφισμένα γράμματα απειλητικά, επειδή τον είχε τυφλώσει η ζήλεια και ο υπερεχθαίρων Έρως, ή και τα δυο. Στην ανασκαφή σκάψαμε πρώτη φορά στο κάστρο αλλά και δίπλα στον Κληματσίδα ένα ταφικό παλαιοχριστιανικό ή και κάπως παλιότερο και αποτυπώναμε ολόκληρο το τείχος και τους πύργους που είχαν τελείως καθαριστεί. Πήγαινα στη δουλειά στις έξη το πρωί, τελείωνα στη μία το μεσημέρι, τρώγαμε στον Αχιλλέα και μετά θάλασσα και ύπνος, μετά ψάρεμα, συνήθως μεθύσι το βράδι. Ήταν μια ωραία στην αποστολή που τακιμιάσαμε, ως συνάδελφοι, μικρούλα, και τα ήφτιαξε με τον φωτογράφο που έπαιζε τον Αυστραλό αλλά ήταν καθαρός Μακεντόνσκη, από τους φανατικούς, παράσταινε ότι δεν ήξερε ελληνικά. Μια μέρα μάθαμε ότι άνοιξε ντίσκο στον Μαρμαρά και πήγαμε, οπότε χορεύοντας άρχισα εγώ τα τρελά σακάτικα, αλλά εκείνη ήταν Σάτερντι Νάιτ Φίβερ και έτσι, χόρευε κινηματογραφικά. Και μόλις είχε ανοίξει καφετέρια στον Παρθενώνα, πάλι με χωματόδρομο.
Πριν από την δεκάτη Ιουλίου ήρθε πάλι η Ελισσώ και έγινε μια βραδυά της μάμαλης, τέλος πάντων δάγκωσα μια λαμαρίνα πάχους Δυναμό. Μετά μετάνοιωσε και έφυγε Αθήνα «να σκεφτεί», οπότε τρεις φορές κι ενόσω σκεφτόταν, έφευγα με το Κατρέλ στη μία από Τορώνη, κατέβαινα Αθήνα, την συναντούσα στο Κολωνάκι στο δρόμο, δεν λέω πού, μιλούσαμε δυο ώρες και ξανάφευγα κατά τις έντεκα, ίσα για να είμαι στη δουλειά στις εφτά. Ήρθε και η Μαριάνθη μια φορά, την είχα κατεβάσει Αθήνα μετά τους σεισμούς, πήγα να την δω στο Πολύχρονο, αλλά επιστρέφοντας πήρα ωτοστόπ μια πανέμορφη που πήγαινε από Άθυτο να βρει τον γκόμενο στη Σαλονίκη, οπότε η διαδρομή Τορώνη-Πολύχρονο είχε επιστροφή μέσω Σαλονίκης. Μόνον που δεν μου μιλούσε ο Αριστείδης, το αυτοκίνητο, γι' αυτό και αργότερα, στην ανασκαφή της Βόλβης, σταματούσε μόνος του για βενζίνη. Είχα να του βάλω λάδια μερικά χρόνια – όταν ζεσταινόταν πολύ, περίμενα μια-δυο ώρες να κρυώσει και συνέχιζα. Καπάκι έρχεται και ο Σβάρτσιχ με μια πανύψηλη ωραιοτάτη εξωτικιά και το παιδάκι της. Ήταν κι αυτός σε απίστευτα λούκια, ερωτευμένος όπως δεν τον είχα δει ποτέ, η μόνη διαφορά ότι συνεχίζει ακόμη να την αγαπάει, ενώ εγώ...
Είδα την Ελισσώ κι αλλού, Σαλονίκη και Καβάλα, και σε όλα τα ενδιάμεσα. Ο Σβάρτσιχ πήγε για ανασκαφή με τον Μαυρογένη στην Δήμητρα Σερρών κι εκεί επισυνέβησαν άλλοι έρωτες, τρισχειρότεροι. Μετά η Ελισσώ παντρεύτηκε, μου χάρισε μια χούφτα κασέτες, κι ενώ έως τότε άκουγα μόνον τις 19 κασέτες με όλους τους Stones και το Καταραμένο Φίδι του Χατζιδάκι, μέλωσα και άκουγα ρέγκε και άλλα που είχαν οι δικές της ακοές.
Αυτά θα ήταν αδιανόητα χωρίς το σπίτι του Κλιματσίδα, τους δυο γαμπρούς του, τον Γιώργο και τον Μιχάλη, που αργότερα τους πήρα στην δουλειά και έγιναν εξαίσιοι τεχνίτες. Χωρίς τον Μάκη Παπάγγελο που ήρθε να με βρει με τον Lefort και περάσαμε ένα βράδυ μιλώντας για τοπογραφία Χαλκιδικής. Η πιο ωραία δραπέτευση ήταν στο νοσοκομείο, με τα πόδια, πίσω από το Πόρτο Κουφό και το κάστρο. Πέρασαν έτσι δυο μήνες και αρχές Αυγούστου γύρισα Σαλονίκη, η Μαριάνθη έφευγε για Γαλλία, κι εγώ φόρτωσα το αρχείο μου, διέλυσα το σπιτικό μου, αποχαιρέτησα τον Καλοκύρη που επίσης είχε περάσει ως δαιμονισμένος το καλοκαίρι, και έφυγα για Αγγλία.