Κατοικώ στη Λευκωσία, όπερ σημαίνει ότι αυτή την εποχή είναι αδύνατον να ακούσω ιντερνετικά ένα ραδιοφωνικό δελτίο ειδήσεων από την Ελλάδα δίχως να χάσω τα πρώτα τριάντα δευτερόλεπτα της εκπομπής, γιατί καλύπτονται από διαφήμιση της ελληνικής κυβέρνησης για την επιστολική ψήφο. Αν το δελτίο είναι σύντομο κι εγώ ξεχαστώ και καθυστερήσω, είναι πιθανόν να προλάβω μόνον το δελτίο καιρού, που σε ξένη χώρα μου είναι άχρηστο. Το ίδιο άχρηστες μου είναι οι ειδήσεις για τα μνημειώδη προβλήματα του κυκλοφοριακού στην Αθήνα, με τα οποία ξεκινούν τα πρωινά δελτία. Η απόσταση σε οδηγεί αναπόφευκτα σε αποστασιοποίηση και επανεξέταση προτεραιοτήτων.
Εκτός από το ραδιόφωνο, υπάρχει και η τηλεόραση (δεν είμαι φίλος), και η συμπυκνωμένη πληροφόρηση των εντύπων. Στην Κύπρο οι ελλαδικές εφημερίδες του Σαββατοκύριακου έρχονται όλες μαζί αεροπορικά τα ξημερώματα της Κυριακής ― όσες έρχονται δηλαδή (η Καθημερινή έχει κυπριακή έκδοση, οπότε η ελλαδική δεν εισάγεται), και σε λίγα αντίτυπα. Συχνά μια εφημερίδα εξαντλείται στο περίπτερο και πρέπει να κάνω το γύρο της Λευκωσίας για να τη βρω σε άλλο περίπτερο, κι αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο πέραν της όποιας εμμονής μου. Έτσι βέβαια οδηγείται ο άνθρωπος στο ίντερνετ, ή στην αδιαφορία.
Κοίταζα τα πολιτισμικά ένθετα των εφημερίδων αυτό το Σαββατοκύριακο, και ιδίως τις σελίδες για τα βιβλία. Είδα ότι η Εφημερίδα των Συντακτών είχε κριτική παρουσίαση για επτά βιβλία, ποικίλα όλα μα όλα πρωτότυπα ελληνικά, κάτι που με χαροποίησε ιδιαίτερα. Πιστεύω ότι ένα μέσον ενημέρωσης πρέπει να ασχολείται πρωτίστως με την εγχώρια παραγωγή πολιτισμού, και όταν με το καλό την εξαντλήσει, τότε να πιάσει και την εισαγόμενη. Αυτό δεν το συμμερίζονται πολλοί στο επάγγελμα της ενημέρωσης: ο εισαγόμενος πολιτισμός έχει το πλεονέκτημα ότι έχει ήδη δοκιμαστεί στο εξωτερικό και έχει αποτιμηθεί από τους εκεί κριτικούς, οπότε υπάρχει ήδη διαμορφωμένη άποψη. Αναμασώντας τις έτοιμες απόψεις, και παραλλάσσοντάς τις τόσο ώστε να τις εμφανίζουμε ως δικές μας (είναι συνήθης πρακτική, έχουν χτιστεί καριέρες πάνω της), κάνουμε τη ζωή πολύ πιο ξεκούραστη.
Στα Νέα του Σαββατοκύριακου είδα κριτική παρουσίαση σε πέντε βιβλία, όλα ξένα έργα σε μετάφραση. Είδα όμως μια συγκριτική παρουσίαση της Μπιγιονσέ και της Σάττι και με διέτρεξε ένα ρίγος. Στον ένθετο του Βήματος είδα κριτική παρουσίαση για επτά βιβλία, δύο σε μετάφραση και πέντε πρωτότυπα ελληνικά ― αν και σε δύο βιβλία η παρουσίαση δεν ήταν ακριβώς κριτική, αφού είχε τη μορφή συνέντευξης. Εδώ το ρίγος με διέτρεξε όταν στον τίτλο μιας κριτικής είδα τη λέξη «σπιρίτσουαλ» στα ελληνικά.
Τα ελληνικά με απασχολούν καθημερινά στην Κύπρο, όχι ως φιλόλογο, παρά ως έλληνα. Μετέχω εδώ σε ελληνικά που έχουν εξελιχθεί ανεξάρτητα (και αρκούντως διαφορετικά) από τα καθεστωτικά ελληνικά της Ελλάδας και παρακολουθώ από απόσταση την εξέλιξή τους στη μητέρα πατρίδα. Είδα, για παράδειγμα, ένα κείμενο στο ελληνόφωνο ίντερνετ:
Καθόμουν σήμερα στον ήλιο του κήπου και χάζευα στο ipad. Κάποια στιγμή που το άφησα στο τραπέζι, το φώς του ήλιου έπεσε υπό ειδική γωνία. Δικαίως λένε πλοήγηση την μοιραία χειρονομία του αιώνα μας- το swiping. Έχει κάτι από θάλασσα και μάελστρομ ενδεχομένως το να είσαι σκυμένος σε μια συσκευή σα χάνος, ενώ όλα γύρω σου ανθίζουν, ή έστω προσπαθούν να.
Στα ελληνόφωνα έντυπα, ένα άλλο κείμενο (απόσπασμα):
Άλλες φυλές οι έφηβοι και μετέφηβοι στα τοιχία της Μαρίνας Ζέας, στο Πασαλιμάνι· ντυμένοι στα μαύρα, χούντις και κορμάκια, με ένα κύπελλο του δίευρου στο χέρι, σμηνουργούν πετώντας από τις μέσα γειτονιές, Μανιάτικα Ταμπούρια Αγιασοφιά Αμφιάλη Παλαιά Κοκκινιά Δραπετσώνα, προς τη θάλασσα, να ταϊστούν αρμύρα και ανοιχτό ορίζοντα.
Άλλο κείμενο (απόσπασμα):
Εδώ ο Έλληνας μαθητής κυκλοφορεί στα ίδια τοπία, αντικρίζει τον ίδιο ορίζοντα. Μιλάει την ίδια γλώσσα. Αν όχι ως συντακτική δομή, αλλά ως λεξιλόγιο: Αρετή, Αμαρτία, Αγάπη, Μίσος, Ειρήνη, Πόλεμος, Ήθος, Έθος, Έθνος, Εθισμός, Αιθέρας, Αίθριο, Αιθρία. Φανταστήκατε ποτέ, το συνειδητοποιήσατε πόσες λέξεις λέμε κάθε μέρα που έλεγε και ο Σωκράτης, ο Κολοκοτρώνης και ο Τζιμ Λόντος στην Αμερική;
Δεν ξέρω για τον Σωκράτη, αλλά πολύ αμφιβάλλω αν ο Τζιμ Λόντος είπε ποτέ τη λέξη «αιθρία». Ή αν υπάρχει μαθητής σήμερα που ξέρει ποιος ήταν ο Τζιμ Λόντος. Για τον Τάσο Τσαμ Τσουμ Τσίμπλερ, ούτε λόγος.