Ήταν έκδηλα τα σημάδια της βίας, αποτροπιαστικά. Θυμάμαι, όταν ήταν μικρή η αδελφή μου έκοψε τα μαλλιά της, όπως ήταν τότε στη μόδα. Είχε υπέροχα μαλλιά, χρυσάφι. Γύρισε σπίτι ευχαριστημένη. Όταν την είδε ο πατέρας άρχισε να κλαίει. Νομίζω ότι το ίδιο έγινε και με τον κήπο.
Αντρέι Ταρκόφσκι - Η Θυσία
Στη σειρά ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ για τα μικρά νησιά, γνωρίζουμε έναν καπετάνιο στο Γυαλί, το νησάκι δίπλα από τη Νίσυρο με τις εξορύξεις ελαφρόπετρας και περλίτη, ο οποίος αναλαμβάνει την πλοήγηση των πλοίων που φτάνουν εκεί από όλον τον κόσμο για να φορτώσουν. Γεμάτος ενέργεια, μας λέει ότι παιδί στη Νίσυρο παρακαλούσε τον πατέρα του να τον πάρει μαζί στο Γυαλί, να του δείχνει πως γινόταν η δουλειά και ο πατέρας το έκανε. Και τα καλοκαίρια όλη η οικογένεια μαζί με άλλες έμεναν σε σπιτάκια που παραχωρούσε η εταιρεία δίπλα στο ορυχείο. Ο μικρός θαύμαζε τον πατέρα του και είναι ευτυχής που κάνει την ίδια δουλειά. Δεν γνωρίζουμε κάτι άλλο για τη σχέση των δύο, αλλά ο ενήλικας γιος βεβαιώνει ότι είναι ικανοποιημένος με τη ζωή του, ίδια εργασία με τον πατέρα. Σίγουρα υπήρχε κάποια τηλεόραση σαν μεγάλωνε η οποία θα έδειχνε τη γοητεία του κόσμου αλλά δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να κάνει το μικρό να θελήσει να φύγει (και σίγουρα δεν υπήρχε φτώχεια αλλά αυτάρκεια στο σπίτι με τη σταθερή εργασία του γονιού). Αυτό θέλει να περάσει η σειρά, εξιδανικεύοντας κάπως τις μικρές απομονωμένες κοινωνίες εντός της ομορφιάς του φυσικού σκηνικού. Αξιοθαύμαστες οι αντοχές των κατοίκων, και μένει το ερωτηματικό σε όλους μας αν είναι όντως ιδανικά τα πράγματα σε αυτές και αν μπορούσαμε να ζήσουμε εκεί εφόσον το επιθυμούσαμε.
Η κοινωνία που ζει ο 13χρονος στο Εφηβεία του Netflix ούτε απομονωμένη είναι ούτε αυτάρκης. Δικτυωμένος βιώνει προοπτικές του διαδικτύου αναφορικά με το ποιος και το πως θα μπορούσε να είναι, έχοντας τη δυνατότητα να σχολιάσει και να σχολιαστεί αναφορικά με τις προοπτικές αυτές, πάντα διαδικτυακά. Η οικογένεια του περιγράφεται με ειλικρίνεια. Κάγκουρες οι γονείς στα νιάτα τους, τώρα λίγο θλίψη, λίγο καλοί, λίγο ανεκπλήρωτοι και πολύ ατελείς. Δεν γνωρίζουμε ποιος απέρριψε πρώτος τον άλλον, ο απογοητευμένος πατέρας το γιο όταν πιστεύοντας ότι έκανε το καθήκον του, τον πήγαινε τα Σάββατα να παίξει ποδόσφαιρο μα ο μικρός δεν το είχε. Ή ο μικρός που λέει με απαξίωση στην ψυχολόγο στο αναμορφωτήριο ότι ο πατέρας του εγκαθιστά τουαλέτες. Η σειρά εξιδανικεύει, όχι πειστικά, την ευφυΐα ενός δυστυχή 13χρονου αποδίδοντάς του χειριστικές ικανότητες ενήλικα στη συνομιλία, ώστε να αντιστέκεται στη διεισδυτική εξέταση εξειδικευμένης ψυχολόγου. Μέχρι βέβαια να καταρρεύσει και να φανερωθεί η απουσία του πατέρα, όλη η ανεπάρκεια της οικογένειας, η οποία καταληκτικά είναι (ίσως) μία αιτία της τραγωδίας. Η σειρά με αντίφαση αντιμετωπίζει επιλεκτικά το 13χρονο ως ενήλικα στερημένου της αναγκαίας προσοχής και επιβεβαίωσης από το γονιό, ειδικά του πατέρα, δίχως να προσδιορίζει τι σημαίνει αυτή η προσοχή.
Ας θυμηθούμε ένα άλλο κινηματογραφικό εδώ, εκείνον το μονόλογο στη Θυσία του Ταρκόφσκι, όπου ο αφηγητής αποφασίζει να περιποιηθεί τον κήπο της ηλικιωμένης μητέρας του, ο οποίος έχει αγριέψει. Αφού κλαδέψει και κουρέψει όλα τα άγρια τον πιάνει απελπισία μπροστά στη βία που έπρεπε να ασκήσει ώστε να καταφέρει το ποθητό αποτέλεσμα.
Η αλήθεια είναι σκληρή. Τα παιδιά πρέπει να προετοιμαστούν από ενήλικες ώστε να επιβιώσουν και να υπάρξουν παραγωγικά εντός της κοινωνίας. Κανείς δεν τα θέλει ερημίτες και ελάχιστοι φαντασιώνονται αυτά να ζουν στα αναρχικά κοινόβια της ιδεοληψίας τους. Η φροντίδα σημαίνει μια αναγκαστική πειθαρχία κι από μόνη της η πειθαρχία είναι βία.
Παιδιά δεν έχω και θα γνωρίσω έτσι τη χρυσή τομή μεταξύ του να κλάψεις εξ αιτίας των πράξεων σου πειθαρχώντας τα παιδιά σου για να τα κρατήσεις εντός κοινωνίας και του να κλάψεις όταν αφρόντιστα και απρόσεκτα βρεθούν εκτός της με το χειρότερο τρόπο.
Μίλησα πρόσφατα με φίλο για ένα παλιό συμμαθητή στο δημοτικό, που έχω να δω από εκείνα τα χρόνια. Αυτός τον ξαναείδε τον περασμένο μήνα όταν ο παλιός συμμαθητής τον χαιρέτησε. Του είπα ότι τον θυμάμαι ξεστήθωτο με σορτσάκι και παντόφλες, στο ένα χέρι μια φέτα ψωμί με βούτυρο και με το άλλο να μοιράζει φάπες. Ο φίλος μου επιβεβαίωσε ότι τον θυμάται να τον κυνηγά με ένα σκύλο. Μας είχε όλους τρομοκρατημένους, στο τρέξιμο. Και τώρα που τον ξαναείδε ο παλιός νταής της γειτονιάς τον χαιρέτισε και η φωνή του από τραχεία, είχε κάνει λαρυγγεκτομή.
Στο τέλος, είτε τσαμπουκάδες, είτε εύθραυστοι, τη φάπα θα τη φάμε, αν όχι από τον πατέρα από την ίδια τη ζωή.