Πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια που είχα πει στον εαυτό μου να μάθει μέσα από τη συνήθεια στην εικόνα ηλικιωμένων αντρών και γυναικών που σκύβουν κρυμμένοι σε παλτά, αργά το απόγευμα όταν λύνονται οι πάγκοι της λαϊκής, για να μαζέψουν από κάτω ό,τι περίσσεψε και κατρακύλησε στην άκρη του δρόμου.
Δεν τους βλέπω πλέον, ίσως τα εγγόνια τους που τα στήριζαν με συντάξεις έφυγαν στο εξωτερικό για να τους στηρίξουν με τη σειρά τους, ίσως πέθαναν στην αντίληψή μου λόγω της συνήθειας που έμαθα, μπλοκάροντάς τους. Οι αγγλοσάξονες το ονομάζουν compassion fatigue – η κόπωση της συμπόνοιας.
Μέτρησα τη ζωή μου με κουταλάκια του καφέ, είχε γράψει ο Έλιοτ σε ποίημα αγάπης για κάποιον, σε κάποια άλλη χώρα, με ουρανό αιθαλομίχλης που απλώνει το βράδυ όπως ασθενής αναίσθητος από τον αιθέρα στο χειρουργικό τραπέζι.
Μέτρημα που δεν ταιριάζει στο δικό μου τον ουρανό. Από μικρός μετρούσα τις βδομάδες με σακούλες από τη λαϊκή κι έτσι με έμαθε να αγαπώ η μάνα μου. Εξακολουθώ να τις φέρνω εβδομαδιαία στο σπίτι αλλά έπαψα να μετράω με αυτές χρόνο, όπως μετρούν άλλοι με το κολύμπι καλοκαίρια. Συνήθισα ή με κούρασε ο δικός μας ο λογικός και φωτεινός ουρανός στη δεύτερη δεκαετία αναισθησίας πάνω σε χειρουργικό τραπέζι.
…Καιροί καλοί σαν μήλα του Σεπτέμβρη… εδώ ο καλός ο στίχος για μέτρημα χρόνων, κήπων και ασπασμών, της δικής μας της ζωής στίχος του Εμπειρίκου.
Αμήν και πότε πάλι.