Έχω να παίξω χαρτιά ή ρουλέτα, εικοσιπέντε χρόνια. Έχω επεκτείνει αυτό το χούι, ακόμη και στο σκάκι, που είναι μη κερδοσκοπικό, και σε κάθε λογής επιτραπέζια στρατηγικά, όπως το Risc. Αλλά αυτό που πέταξα κλωτσηδόν από την εξώθυρά μου, κατσικώθηκε ωσάν Αη Βασίλης από την καμινάδα μου. Αναφέρομαι στο κουμάρι που καταλαμβάνει ως διαφήμιση αποβραδύς όλη σχεδόν τη ζώνη διαφημίσεων στα «ανεπίληπτα» κανάλια. Ίσαμε δέκα «φορείς» που λανσάρουν ρουλέτες, εικονογραφημένοι με γελαστούς χασομέρηδες, συνωστίζονται κατά το γραικικό έθιμο της καταστροφής της τύχης των, υπό την συνοδεία, σε εικονικούς χώρους, γελαδερών καλλονών που χαίρονται σαν τον κόσμο που χαιρόταν και γελούσε επί Μεταξά.
Θα μου πείτε πως καπιταλισμό και ελεύθερη οικονομία έχουμε, αν και πρόσεξα πως σε κάτι με νεοφιλελεύθερη εσάνς πρωτοτυπούν αυτές οι ρεκλάμες: παλαιότερα, νομίζω πως ήταν αδιανόητο να διαφημίζουν τζόγο σε οικογενειακές ώρες. Θα υπάρχουν και κέρδη στα κανάλια. Αλλά νομίζω πως δεν είναι καταδικαστέο να θυμίσω στους υποψηφίους παιχταράδες, πληθώρα αποκρουστικών αναμνήσεων που κυκλοφορούν στην πιάτσα όταν καταψύχεται η διάθεση για «φάηβ εν δα νέημπορς». Βέβαια, η χρεωκοπία μιας νύχτας ρεφάρει και ισοσταθμίζεται από κωμικοτραγικά και γελοία συμβάντα, όπως να γνωρίζεις θρύλους του Έθνους που συναντάς κάτω από το τραπέζι της ρουλέτας και σου χαμογελούν καθώς ψάχνετε χώρια καμιά κοκκάλινη μάρκα που παράπεσε στην πράσινη μοκέτα. (Και εσύ χαμογελάς βέβαια).
Το κωμικοτραγικό είναι πως οι έμποροι της τρελής τύχης, εμφανίζουνε θύματα των τυχερών παιχνιδιών που ρωτάνε τους υπαλλήλους των στοιχηματικών εταιρειών αν ο άσσος μετράει για 1 ή 11 ή πως λογαριάζουμε τα ορφανά νούμερα που φέρνει η μπίλια. Το αποτροπαϊκό ισοδύναμο είναι να πολεμάει κάποιος φορώντας ένα φανελάκι εμπρός σε έναν επαγγελματία φονιά που κρατάει μπαζούκας.
Όχι. Μήτε οι όροι είναι ίσοι, μήτε η «εκπαίδευση» των παικτών εγγυάται τουλάχιστον μαθηματικά πιθανές ευκαιρίες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και στην Κατοχή, εκτός από κάτι τύπους που κουβαλούσαν δύο και τρία σεφερτάσια για να φάνε παραπάνω μερίδες στα συσσίτια, προς το τέλος της Κατοχής, οι μαυραγορίτες είχαν γεμίσει τις μεγάλες πόλεις της χώρας με αυτοσχέδιες ρουλέτες και έμπειρους παπατζήδες που ως συνεργαζόμενος υπόκοσμος ξεγελούσαν με πληθωριστικά σεντόνια τους σκλαβωμένους Έλληνες. Και σήμερα, που δεν έχουμε Κατοχή, δεν έχουμε παρά υποψηφιότητες για χρέη, καθώς και παράξενες σολομωνικές που διατείνονται πως είναι αναπτυξιακά ταλαντούχα φιλέτα, πράγμα λανθασμένο και άτοπο.
To εθνικό μας κουμάρι