Διέσχισα την πεδινή Μακεδονία οδηγώντας σε πήχτρα ομίχλη και έφτασα στα Γιαννιτσά. Είχε κηδεία στην Μητρόπολη, πρωί Κυριακής. Παρκάρισα στην κατηφόρα προς το Τσαλή και περίμενα. Τελείωσε η λειτουργία και έβγαιναν αγοράζοντας ένα μεγάλο κουλούρι, μεταφέροντάς το σε σακουλίτσα νάιλον. Τα Γιαννιτσά δεν είχαν εκκλησία, ώσπου πήραν το φιρμάνι και έφτιαξαν μιά αισθητά μεγαλύτερη από τις τότε κανονικές, μέσα του 19ου αιώνα. Σπάνια έμπαινα στη Μητρόπολη που ήταν στο Βαρόσι. Στα χρόνια μας είχαν γκρεμίσει τον Αη Γιώργη και τον ξανάχτιζαν σε σχέδιο Ορλάνδου. Οπότε βαφτίστηκα στον Άγιο Κωνσταντίνο. Οι κολώνες της Μητρόπολης σε χρώμα βερ, που προσιδιάζει σε μεταλλικά κουφώματα. Περιμένοντας το φέρετρο, βρήκα έναν αρχαίο γνωστό και μου θύμισε μιά εικόνα από το 53. Ο νουνός μου και ο πατέρας μου έφταναν στο παλιό σχολείο του Καϊάφα και άφηναν τα πιστόλια τους στο γραφείο της διεύθυνσης. Εγώ του θύμισα πως ρύθμιζαν τον δήμαρχο και τους εκπροσώπους της πόλης, κουβεντιάζοντας στο καφενείο. Ο διευθυντής της εφημερίδας, τρείς δάσκαλοι, ο επί του μονοπωλίου, ίσαμε δύο παλαιοί βουλευτές. Ήταν τα χρόνια με τους οχρανίτες, τους ντόπιους και τους πρόσφυγες, άλλους περιφρονημένους λόγω ταγμάτων ασφαλείας, άλλους θριαμβευτές λόγω «εθνικών αγώνων».
Έφτασε το ξόδι. Ο νεκρός, ετών 90, μικρή συνοδεία, αργότερα η Μητρόπολη γέμισε. Γεώργιος Χατζηδημητρίου. Επάγγελμα φροντιστής. Μαθηματική ιδιοφυία. Δεν μπόρεσε ποτέ να σπουδάσει, ως αποκρουστικός στην διαχείριση της γνώσης αριστερός, τον τρέλαναν στο ξύλο στα δύσκολα χρόνια, αλλά οι πολιτάρχες της πόλης δεν είχαν ψευδαισθήσεις. Ο πατέρας και νονός μου ξέχασαν τα πιστόλια και όταν ήρθε η ώρα τα βλαστάρια τους να πάνε στο πρακτικό λύκειο, παρακάλεσαν τον κυρ Γιώργο να τα προγυμνάσει. Τόσα χρόνια, δεν θυμάμαι να ανέθεταν οι δεξιοί τα καθήκοντα που θεωρούσαν σημαντικά, σε κανέναν δεξιό -τα παιδιά τους, τη φαμίλια και τα δύσκολα, πάντα αναλάμβαναν αριστεροί, άξιοι εμπιστοσύνης. Στους δεξιούς ανέθεταν μόνο τις τζαμπαδουλειές -αντιπρόσωποι σε συνέδρια, καρτάλια σε αγροτικούς συλλόγους και βαρετοί συζητητές σε καφενεία. Έτσι, ο Φάνης κι εγώ, κουμπαράκια και φίλοι, περάσαμε από το 1963, τέλος, έως το 1965, άνοιξη στο καμαράκι του κυρ Γιώργου. Μαζί πλήθος άλλα παιδιά οργανωμένα σε άλλα τμήματα. Είχα πάρει, αρχές τρίτης γυμνασίου μιά οκτάρα στο πρώτο δίμηνο από τον Σιδηρόπουλο τον μαθηματικό. Δεν κάτεχα ντιπ τα μαθηματικά. Πονούσα από την άγνοιά τους.
Ο κυρ Γιώργος ήταν απλός στην διδαχή, αλλά κυρίως αφοσιωμένος στην Τέχνη του. Κάθε τόσο, βλέποντας το άδειο μας βλέμμα, μας έλεγε «θα σας διδάξω, πού θα πάει!» και όντως το έπραττε. Απίστευτα υπομονετικός. Νευρίαζε μόνον με κάποια λύση κανενός καθηγητή που δεν ήταν της έγκρισής του. Ταυτόχρονα, επαινούσε τις «καλές» λύσεις που του παρουσιάζαμε. Άρχισε να σταλάζει μαθηματική σκέψη μέσα μου, ιδίως η αφηρημένη. Οι άγνωστοι, οι παράμετροι, θεωρίες συνόλων. Οι εξισώσεις. Ως το Πάσχα του 1964 έπαιζα με απόλαυση στα δάχτυλα όλες τις ασκήσεις. Στο τρίτο τρίμηνο, από 8 έφτασα στο 16.
Τον θεωρούσαμε αυτό ακριβώς που ήταν: εξωγήινο, λάτρη της δουλειάς του και αποφασισμένον να μη γκρινιάξει για κανέναν λόγο. Ήμασταν με τον Φάνη τα παιδιά της κακιάς του μοίρας. Παιδιά των νικητών του εμφυλίου. Όταν στις πρώτες εξετάσεις, του Ακαδημαϊκού, το 1966, μπήκα στο μαθηματικό, και την άλλη χρονιά αρχιτεκτονική, νόμιζα πως βίωνα ένα βαθύ ανέκδοτο. Ο Φάνης μπήκε στην Ιατρική. Δεν κάναμε πια παρέα. Πέθανε το 1983, αφού διέγνωσε τον καρκίνο του. Τον κυρ Γιώργο πρέπει να αντάμωσα άλλες δέκα φορές στον βίο, μετά το 1965. Πάντα οξύτατος, λεπτολόγος, πρόθυμος να βοηθήσει προσκομίζοντας ό,τι η ζωή του παρείχε. Πρέπει να έχω στα χαρτιά μου μιά μετάφραση από το φιρμάνι για την Μητρόπολη. Γνωρίζω πλέον τον γιο του, ως δόκιμο στρεττίστα. Τον θυμάμαι πρίν δεκάδες χρόνια, πιτσιρικά, να περνάει από το δωμάτιο της προγύμνασης ως αόρατο πίτσκο, όπως αρμόζει στα γιαννιτσοτόπουλα. Είναι απόγευμα και στις γυμναστικές επιδείξεις και στις παρελάσεις όλοι ντύνονται τσολιαδάκια. Με κάρβουνο δυό χαρακιές στο άνω χείλος, για μουστάκι. Στην αυλή της Μητρόπολης, η μεγαλύτερη φωτιά της Γκόλντι μπάμπου. Άγνωστα μέρη για εμάς τα προσφυγόπουλα, όπως άγνωστο και το μέρος όπου έκρυβαν οι πατεράδες μας τα πιστόλια τους. Του δικού μου ήταν 38άρι και το πέταξε το 1958 σε ένα πηγάδι, στο σπίτι του θείου μου. Πέρασα από το φέρετρο να προσκυνήσω και ακουμπώντας το αγαπημένο μέτωπο του αποθαμένου, χωρίς περιέργεια κοίταξα με τρόπο μήπως κρυβόταν φιμμυθιωμένη προς τον κρόταφο καμιά τρύπα από σφαίρα. Επειδή οι γνώστες, δολοφόνοι και δολοφονημένοι, ξέρουν πως οι αόρατοι πυροβολισμοί είναι που εκτελούν τους αληθινούς ανθρώπους.