Δεν θυμάμαι κανένα κομματικό συνέδριο που να οδήγησε σε ήττα του διοργανωτή. Η ίδια η φύση ενός συνεδρίου, είναι να επιβεβαιώσει τις αρχές υπό τις οποίες διέπεται ο βασικός ομιλητής του, που λέγεται και «αρχηγός», «πρόεδρος» ή κάτι παρόμοιο.
Βεβαίως θυμόμαστε τα βασικά: το συνέδριο της «αποσταλινοποίησης» του Χρουστσώφ (Φεβρουάριος 1956) που μίλησε εναντίον της Προσωπολατρείας και τον έφερε σε πλεονεκτική θέση επί οκτώ χρόνια, ώσπου το 1964, ήρθε η σειρά του. Αλλά τα συνέδρια σπανίως δεν διαθέτουν τον ενεργό σκώληκα της πολιτικής μεταβολής που προοιωνίζονται. Ακόμη και το πρόσφατο, του Σύριζα, εν σταδίω, με συμμετοχή έξι χιλιάδων μελών του κινήματος, αποκλειόταν να συμβεί εάν ο Τσίπρας αμφέβαλε για την προσωπική του επιτυχία.
Ένα συνέδριο, γενικά μιλώντας, είναι συνήθως μέρος μιας υποστηρικτικής εκστρατείας υπέρ του επισπεύδοντος. Δημιουργεί ενίοτε αγαθές εντυπώσεις για τον διοργανωτή. Αλλά παραμένει ισχυρό εσωτερικό επιχείρημα του Αρχηγού (ακόμη δεν οργανώθηκε συνέδριο αντιπολιτευτικής ομάδας).
Το μόνο μειονέκτημά του έγκειται στο ότι ένας θεσμικός αντίπαλος του διοργανωτή, σε δημοκρατικό καθεστώς, ανέτως μπορεί να προκαλέσει ένα δικό του συνέδριο.