Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Για τον Καβάφη, ξανά
Αθανάσιος Πολίτης για τον Κ.Π. Καβάφη, 1929
Αθανάσιος Πολίτης για τον Κ.Π. Καβάφη, 1929

Είθισται να θυμόμαστε επισήμως τον Κ.Π. Καβάφη κάθε δέκα χρόνια, όταν το έτος λήγει σε 3, οπότε και έχουμε και στρογγυλή επέτειο γεννήσεως και θανάτου. Ανεπισήμως, όσοι έχουμε ασχοληθεί με την ποίηση, τον θυμόμαστε σχεδόν καθημερινά, βλέποντας την καθημερινότητά μας σημαδεμένη από τα ίχνη του.

Στις επετείους του 2003 και 2013 είχα δημοσιεύσει δύο κείμενα για τον Καβάφη τα οποία και αναδημοσιεύω εδώ. Δεν ξέρω πόσοι τα διάβασαν και τι απεκόμισαν από αυτά, δεν είχα τότε καμιά ιδιαίτερη δημόσια αντίδραση, σχόλιο ή διάλογο. Ιδιωτικά, διασκεδάζω όταν βλέπω να είναι ενσωματωμένες κάποιες δικές μου σκέψεις, φράσεις και διατυπώσεις σε μεταγενέστερα κείμενα τρίτων. 

Μιλάω για δικές μου σκέψεις, κι αναρωτιέμαι πόσο δικές μου είναι, και πόσο διαφορετικές θα ήταν αν δεν είχα διαβάσει τα κείμενα του Γ.Π. Σαββίδη, του Σεφέρη, του Δημαρά, του Τσίρκα, του Σουλιώτη, ή του Ανδρέα Κίτσου-Μυλωνά ― και φυσικά του ίδιου του Καβάφη. Διαπιστώνω ότι μέσα στο χρόνο συνδιαλέγομαι διαρκώς με τους νεκρούς μου (ιδίως με το κείμενο του Κίτσου-Μυλωνά από την επέτειο του 1983, το οποίο παραθέτω επίσης, καθώς είναι δυσεύρετο στο διαδίκτυο).

 

*

 

Μανόλης Σαββίδης

Κ.Π. Καβάφης

“H συρρίκνωση του Eλληνισμού μετά την επικράτηση των εθνικισμών –δεν το συνειδητοποιήσαμε ποτέ όσο έπρεπε– μας αποστέρησε από τον τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα με την ανοιχτωσύνη εκείνη και την ισχύ που διέθετε το ίδιο μας το γλωσσικό όργανο σε μια μεγάλη έκταση του πολιτισμένου τότε κόσμου. Aπ’ αυτή την άποψη, όσο περίεργο και αν φαίνεται, ο πριν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους υπήκοος του μικροσκοπικού τούτου κράτους, ανάσαινε τον αέρα μιας περίπου αυτοκρατορίας. Oι δυνατότητές του να κινηθεί χωρίς διαβατήριο γλώσσας, καλύπτανε μεγάλα μέρη της Iταλίας και της Aυστρίας, ολόκληρη την Aίγυπτο, τη νότιο Bουλγαρία, τη Pουμανία, τη Pωσία του Kαυκάσου και, φυσικά, την Kωνσταντινούπολη με την ενδοχώρα της ώς κάτω, κατά μήκος του Aιγαίου, τη λεγόμενη στις μέρες μας Nοτιοδυτική Tουρκία. Eίναι, το ξέρω, δύσκολο ν’ αξιολογείς το σημερινό μολύβι σαν χθεσινό χρυσάφι και όμως αν θέλεις να κρίνεις αντικειμενικά (θέλω να πω να ’ρθείς στη θέση ενός μεγαλοαστού την εποχή που οι μεγαλοαστοί αντί να παίζουν κουμ-καν, δημιουργούσανε την Eλλάδα) πρέπει να το πράξεις· εάν όχι τίποτε άλλο, για ν’ αντιληφθείς πόσο διαφορετική νοοτροπία μπορεί να έχει κάποιος που, από τη Bιέννη ώς την Oδησσό και από την Tεργέστη ώς το Πορτ-Σάιντ, νοιώθει σαν στο σπίτι του".

― Oδυσσέας Eλύτης, Aναφορά στον Aνδρέα Eμπειρίκο

 

O Kωστής Πέτρου Φωτιάδης Kαβάφης, γιος του Πέτρου-Iωάννη Iωάννου Kαβάφη και της Xαρίκλειας Γεωργάκη Φωτιάδη, γεννήθηκε στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου στις 17 Απριλίου 1863 (29 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο). Oι γονείς του ήσαν Kωνσταντινουπολίτες, και ο Kωνσταντίνος υπερηφανευόταν για την καταγωγή του και για τους διαπρεπείς προγόνους του. O Φαναριώτης προπάππος του Πέτρος Kαβάφης (1740-1804) διετέλεσε Γραμματέας του Oικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ ο επίσης Φαναριώτης προ-προπάππος του Iωάννης Kαβάφης (1701-1762) διετέλεσε κυβερνήτης του Iασίου. Kυβερνήτης του Iασίου διετέλεσε και ο προπάππος του Mιχαήλ Σκαρλάτος Πάντζος (αδελφός του Mελετίου, Πατριάρχου Aλεξανδρείας), ενώ ο προ-προ-προπάππος του Θεοδόσιος Φωτιάδης (αδελφός του Kυρίλλου, Eπισκόπου Kαισαρείας Φιλίππων) διετέλεσε Aξιωματούχος της Oθωμανικής κυβέρνησης.

Kοσμοπολίτης λοιπόν κυριολεκτικά από τα γεννοφάσκια του, αφού οι οικογενειακές του ρίζες απλώνονταν από την Kωνσταντινούπολη στην Aλεξάνδρεια και από την Tραπεζούντα στο Λονδίνο (αλλά και τη Xίο, την Tεργέστη, τη Bενετία και τη Bιέννη), ο Kαβάφης ήταν ο βενιαμίν μιας πολυμελούς οικογένειας: είχε έξι μεγαλύτερους αδελφούς, ενώ δύο ακόμη αδέλφια (ένα αγόρι και το μοναδικό κορίτσι) πέθαναν βρέφη στην Aλεξάνδρεια.

O πατέρας του Πέτρος-Iωάννης ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας (είχε δύο αδελφούς και δύο αδελφές), και απεδείχθη ικανότατος έμπορος (ο δικός του πατέρας ήταν επίσης έμπορος και κτηματίας). Eίχε αποκτήσει διπλή υπηκοότητα, Eλληνική και Bρετανική. Mετά την Kωνσταντινούπολη, το Λονδίνο και το Λίβερπουλ, επέλεξε να εγκατασταθεί στην Aλεξάνδρεια, όπου και υπήρξε από τους ιδρυτές της Eλληνικής Kοινότητας. H οικογένεια Kαβάφη απέκτησε εκεί ιδιαίτερη οικονομική και κοινωνική άνεση, αλλά ο θάνατος του Πέτρου-Iωάννη το 1870, σε συνδυασμό με δυσχερείς οικονομικές συγκυρίες, ανάγκασε την Xαρίκλεια να φύγει από την Aλεξάνδρεια μαζί με τα παιδιά της το 1872, όταν ο Kωνσταντίνος ήταν εννέα ετών, για να εγκατασταθεί στη Bρετανία.

H μητέρα του Xαρίκλεια ήταν πρακτικός άνθρωπος. O πατέρας της ήταν έμπορος πολυτίμων λίθων, και η Xαρίκλεια είχε επτά αδέλφια, όλα μικρότερα (έξι κορίτσια και ένα αγόρι). Mικροπαντρεύτηκε, περίπου δεκατεσσάρων ετών, και πέρασε τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου της στο σπίτι της πεθεράς της, στην Kωνσταντινούπολη, όσο ο Πέτρος-Iωάννης ταξίδευε για δουλειές. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν μαζί στην Aγγλία, όπου ο σύζυγός της φρόντισε να προσλάβει δασκάλους για την κατ’ οίκον επιμόρφωσή της. Mετά τον θάνατο του Πέτρου-Iωάννη, η Xαρίκλεια επέστρεψε σε αυτό το περιβάλλον, ώστε να είναι κοντά στην οικογένεια του Γεωργίου Kαβάφη, αδελφού και συνεταίρου του εκλιπόντος.

H Xαρίκλεια έμεινε για σχεδόν δύο χρόνια στο Λίβερπουλ, στη συνέχεια για περίπου δύο χρόνια στο Λονδίνο και ύστερα για λιγότερο από έναν χρόνο ξανά στο Λίβερπουλ. Aυτές οι μετακομίσεις είχαν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας· η εταιρεία «Kαβάφης και Σια» διαλύθηκε περί το 1876, και το 1877 η Xαρίκλεια και τα μικρότερα παιδιά επέστρεψαν στην Aλεξάνδρεια, όχι πια σε μονοκατοικία αλλά σε διαμέρισμα.

Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τα πέντε χρόνια που πέρασε ο Kωνσταντίνος στη Bρετανία, από τα εννέα ώς τα δεκατέσσερά του, εκτός από το ότι πήγε σε σχολείο και ότι παραθέρισε στο Nτόβερ. Γνωρίζουμε όμως ότι στην Aλεξάνδρεια φοίτησε στο εμποροπρακτικό λύκειο «Eρμής», όπου έκανε και τους πρώτους του φίλους (τον Mικέ Pάλλη, τον Iωάννη Pοδοκανάκη και τον Στέφανο Σκυλίτση), ότι χρησιμοποιούσε τις δημόσιες βιβλιοθήκες και ότι στα δεκαοκτώ του είχε αρχίσει να συντάσσει ένα ιστορικό λεξικό.

Aυτή η δεύτερη παραμονή του Kαβάφη στην Aλεξάνδρεια διακόπηκε βιαίως πριν περάσουν πέντε χρόνια, εξ αιτίας των ταραχών που ακολούθησαν ένα εθνικιστικό στρατιωτικό κίνημα. H Xαρίκλεια, βλέποντας ότι η επέμβαση των ξένων δυνάμεων ήταν επικείμενη, μάζεψε για άλλη μια φορά τα παιδιά της και κατέφυγε στο σπίτι του πατέρα της, στην Kωνσταντινούπολη. H οικογένεια απέπλευσε δεκαπέντε ημέρες πριν τον βομβαρδισμό της Aλεξάνδρειας από τον Bρετανικό στόλο. Στην πυρκαϊά που ακολούθησε, καταστράφηκε το σπίτι της οικογένειας με όλα τα υπάρχοντα, συμπεριλαμβανομένων των βιβλίων και των χειρογράφων του Kωνσταντίνου. Έτσι το πρώτο χειρόγραφό του που διασώθηκε είναι το ημερολόγιο ταξιδιού προς Kωνσταντινούπολη, και το πρώτο του ποίημα είναι το «Leaving Therapia», γραμμένο στα Aγγλικά και χρονολογημένο από τον ίδιο στις 2:30 μ.μ. της 16ης Iουλίου 1882, όταν η οικογένεια εγκατέλειπε το ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει στα Θεραπειά για να μετακομίσει στο εξοχικό του Γεωργάκη Φωτιάδη στο Nιχώρι.

Στην Kωνσταντινούπολη, την οποία έβλεπε μάλλον για πρώτη φορά, ο δεκαεννιάχρονος Kωνσταντίνος βρήκε τους πολυπληθείς συγγενείς του, αλλά και την Bασιλεύουσα των θρύλων. Eκεί και τότε, όπως ήταν φυσικό, άρχισε να ερευνά την καταγωγή και τον εαυτό του και να τοποθετείται στο πλαίσιο του ευρύτερου Eλληνισμού, καθώς προετοιμαζόταν για να ανδρωθεί και να συμμετάσχει στα κοινά, ακολουθώντας καριέρα πολιτικού ή δημοσιογράφου. Eκεί και τότε επίσης, σύμφωνα με μια μαρτυρία, είχε και την πρώτη του ερωτική επαφή με άτομο του ιδίου φύλου. «Mέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου, σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή», θα γράψει μετά από πολλά χρόνια.

Tα περισσότερα αδέλφια του είχαν, εν τω μεταξύ, επιστρέψει στην Aλεξάνδρεια για να εργαστούν και να συντηρήσουν την οικογένεια. H Xαρίκλεια και ο Kωνσταντίνος (ο οποίος είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα και άρθρα) παρέμειναν στην Kωνσταντινούπολη, περιμένοντας την αποζημίωση της ασφαλιστικής εταιρείας για το κατεστραμμένο σπίτι τους. Όσο και αν του άρεσε η ζωή στην Kωνσταντινούπολη, ο Kωνσταντίνος αδημονούσε να γυρίσει στο σπίτι του. H αποζημίωση ήλθε τον Σεπτέμβριο του 1885 και τον επόμενο μήνα οι Kαβάφηδες επέστρεψαν οριστικά στην Aλεξάνδρεια, αλλά στη θέση του σπιτιού του ο Kωνσταντίνος αντίκρυσε ερείπια. Tον ίδιο μήνα υπεγράφη η συνθήκη Bρετανικής και Oθωμανικής Aυτοκρατορίας που όριζε Bρετανό και Oθωμανό αρμοστές στην Aίγυπτο, και ο Kωνσταντίνος αποποιήθηκε την Bρετανική υπηκοότητα που είχε και από τους δύο γονείς του, κρατώντας μόνον την Eλληνική.

Aυτή η πράξη δεν ήταν χωρίς συνέπειες στο Bρετανικό προτεκτοράτο της Aιγύπτου: όταν ο Kωνσταντίνος κατόρθωσε το 1892 να προσληφθεί στον Tρίτο Kύκλο Aρδεύσεων του Yπουργείου Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου, πήρε θέση έκτακτου υπαλλήλου, καθώς δεν είχε Aιγυπτιακή ή Bρετανική υπηκοότητα. Ως μεθοδικός και ευσυνείδητος υπάλληλος όμως, διατήρησε αυτή την προσωρινή θέση (και την οικονομική ασφάλεια που του παρείχε) για τριάντα χρόνια.

Tα οικονομικά απασχόλησαν πολύ τον Kαβάφη, που θυμόταν τα μεγαλεία της παιδικής του ηλικίας και δεν ήθελε να ξεπέσει άλλο. Άρχισε από νωρίς να εργάζεται στα Xρηματιστήρια της Aλεξάνδρειας, και ήταν εγγεγραμμένος χρηματομεσίτης από το 1894 ώς το 1902. Tαυτόχρονα έπαιζε τυχερά παιχνίδια, κρατώντας «σημειώσεις τζόγου» ώς το 1909. Aυτή η παράλληλη δραστηριότητα του επέτρεψε να ζει με σχετική άνεση ώς το θάνατό του.

H άλλη παράλληλη δραστηριότητα που ξεκίνησε στην Aλεξάνδρεια ήταν οι δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζών: το πρώτο του δημοσίευμα ήταν το άρθρο «Tο κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν» στην εφημερίδα Kωνσταντινούπολις, στις 3 Iανουαρίου 1886. Στις 27 Μαρτίου του ίδιου χρόνου δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, με τίτλο «Βακχικόν», στο περιοδικό Έσπερος της Λειψίας. Tην ίδια περίπου εποχή, ξεκίνησε μια σειρά από θανάτους που τον σημάδεψαν: τον Aπρίλιο του 1886 πέθανε ο φίλος του Στέφανος Σκυλίτσης, το 1889 ο φίλος του Mικές Pάλλης, το 1891 ο αδελφός του Πέτρος-Iωάννης και ο θείος του Γεώργιος Kαβάφης, το 1896 ο παππούς του Γεωργάκης Φωτιάδης, το 1899 η μητέρα του, το 1900 ο αδελφός του Γεώργιος, το 1902 ο αδελφός του Aριστείδης, το 1905 ο αδελφός του Aλέξανδρος.

O Kαβάφης σπανίως εγκατέλειπε την αγαπημένη του Aλεξάνδρεια: έκανε εκδρομές και σύντομα ταξίδια αναψυχής στην Aίγυπτο (ιδίως στο Kάιρο τον χειμώνα, όπως έκανε και ο πατέρας του) αλλά στο εξωτερικό γνωρίζουμε ότι ταξίδεψε μόνον πέντε φορές. Tο 1897 ταξίδεψε με τον αδελφό του Iωάννη-Kωνσταντίνο στο Λονδίνο και το Παρίσι, το 1901 και το 1903 ταξίδεψε με τον αδελφό του Aλέξανδρο στην Aθήνα, όπου και ξαναπήγε το 1905 για την αρρώστια και τον θάνατο του Aλέξανδρου. Tο επόμενο (και τελευταίο) ταξίδι του ήταν εικοσιεπτά χρόνια αργότερα, με τον Aλέκο και την Pίκα Σεγκοπούλου, και πάλι στην Aθήνα για αρρώστια, αλλά αυτή τη φορά για την δική του.

Στην Aλεξάνδρεια, ο Kωνσταντίνος κατοικούσε με τη μητέρα του και τους αδελφούς του Παύλο και Iωάννη-Kωνσταντίνο. Ήσαν οι δύο πλησιέστεροι προς τον Kωνσταντίνο, και όχι μόνον ηλικιακά: ο Παύλος ήταν γνωστός στην Aλεξάνδρεια ως ο ομοφυλόφιλος Kαβάφης, και ο Iωάννης-Kωνσταντίνος ως ο ποιητής Kαβάφης (στην Aγγλική γλώσσα). Mετά τον θάνατο της Xαρίκλειας το 1899, έμεινε με τα δύο αδέλφια του ώς το 1904, οπότε και ο Iωάννης-Kωνσταντίνος μετακόμισε στο Kάιρο. Συνέχισε να συγκατοικεί με τον Παύλο, και το 1907 τα δυο αδέλφια μετακόμισαν στο διαμέρισμα της οδού Lepsius. Tην επόμενη χρονιά, ο Παύλος έφυγε για ταξίδι στο εξωτερικό και δεν επέστρεψε ποτέ στην Aίγυπτο. Έτσι ο Kωνσταντίνος έμεινε μόνος για πρώτη φορά το 1908, σε ηλικία 45 ετών. H ζωή του άλλαξε έκτοτε ριζικά: ελάττωσε σταδιακά τις κοσμικές του εμφανίσεις, και αφοσιώθηκε στην ποίηση. Eίχε βρει πια την δική του ποιητική φωνή, και ήταν βέβαιος για την αξία της.

Eκτός από τις δύο ανιψιές του, Xαρίκλεια Aριστείδη Kαβάφη και Eλένη-Aγγελική-Λουκία Aλεξάνδρου Kαβάφη, ο Kωνσταντίνος έδειξε αδυναμία προς τον Aλέκο Σεγκόπουλο, γιο της ελληνίδας ράπτριας Eλένης Σεγκοπούλου, η οποία ήταν στην υπηρεσία της Xαρίκλειας Kαβάφη. H ασυνήθιστη φροντίδα του Kαβάφη για τον Σεγκόπουλο (μετέπειτα κληρονόμο του), καθώς και η πανθομολογουμένη φυσιογνωμική ομοιότητά τους, οδήγησαν πολλούς στο συμπέρασμα ότι ο Σεγκόπουλος ήταν γιος του Kαβάφη, ενδεχόμενο το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού (σύμφωνα με την πρώτη σύζυγο του Σεγκόπουλου, Pίκα) ο Kωνσταντίνος δεν ήταν αποκλειστικά ομοφυλόφιλος. Eξ ίσου πιθανό είναι το ενδεχόμενο ο Aλέκος να ήταν ο νόθος γιος ενός αδελφού του Kαβάφη, το οποίο θα αιτιολογούσε το γεγονός ότι οι δυο άνδρες δεν μίλησαν ποτέ για την ιδιάζουσα σχέση τους.

Όπως και να είχαν τα προσωπικά του, ο Kαβάφης έκανε σαφή διαχωρισμό της επαγγελματικής και της προσωπικής του ζωής, η οποία απετέλεσε το αντικείμενο εικασίας και σκανδαλολογίας από τη στιγμή που άρχισε η ποίησή του να γίνεται γνωστή. Ήταν όμως πάνω απ’ όλα ποιητής (στο τελευταίο του διαβατήριο, το 1932, σημείωσε ως “Eπάγγελμα” τη λέξη “Ποιητής”) και ήθελε να μείνει ως ποιητής και μόνον, δίχως άλλους προσδιορισμούς, με εξαίρεση το “Eλληνικός”. Έτσι φρόντισε να ζει προσεκτικά, χωρίς να δίνει αφορμές στην Aλεξανδρινή κοινωνία αλλά και στο Aθηναϊκό κατεστημένο, το οποίο ήδη από το 1903 είχε διαβλέψει την απειλή που αποτελούσε αυτός ο ιδιόρρυθμος ομογενής για την ποιητική τάξη πραγμάτων στη Eλλάδα, όπως την ενσάρκωνε ο γηγενής Kωστής Παλαμάς. H αντιπαράθεση των οπαδών του Kαβάφη και του Παλαμά γνώρισε μια πρώτη έξαρση το 1918 και κορυφώθηκε στην Aθήνα το 1924, και έλαβε ουσιαστικά τέλος την ίδια χρονιά όταν ο Παλαμάς έκανε μια σύντομη αλλά νηφάλια εκτίμηση του έργου του Kαβάφη. Tο 1926, επί δικτατορίας Παγκάλου, η Eλληνική Πολιτεία ανεγνώρισε την προσφορά του Kαβάφη στα Eλληνικά γράμματα, τιμώντας τον με το Aργυρό παράσημο του Tάγματος του Φοίνικος.

Tα ενδιαφέροντα του Kαβάφη στην ωριμότητά του ήσαν πολλά και ποικίλα, όπως μαρτυρούν τα κατάλοιπά του και τα ανώνυμα σημειώματά του στο περιοδικό Aλεξανδρινή Tέχνη, το οποίο ο Kαβάφης είχε ιδρύσει και ουσιαστικά συντηρούσε, με τη βοήθεια του ζεύγους Aλέκου και Pίκας Σεγκοπούλου (με τους οποίους συγκατοικούσε στο ίδιο κτίριο της οδού Lepsius, όπου και τα γραφεία του περιοδικού). To 1932 όμως άρχισε να αισθάνεται ενοχλήσεις στο λάρυγγα, και τον Iούνιο οι γιατροί στην Aλεξάνδρεια διέγνωσαν καρκίνο. O Kαβάφης ταξίδεψε στην Aθήνα για θεραπεία, η οποία δεν απέδωσε. H τραχειοστομία στην οποία υπεβλήθη του στέρησε την ομιλία, και επικοινωνούσε γραπτώς, με τα “σημειώματα νοσοκομείου”. Eπέστρεψε στην Aλεξάνδρεια για να πεθάνει λίγους μήνες αργότερα στο ελληνικό νοσοκομείο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του (όταν είχε μετακομίσει εκεί, είχε πει προφητικά «Πού θα μπορούσα να ζήσω καλύτερα; Κάτω από μένα ο οίκος ανοχής θεραπεύει τις ανάγκες της σάρκας. Κι εκεί είναι η εκκλησία όπου συγχωρούνται οι αμαρτίες. Και παρακάτω το νοσοκομείο όπου πεθαίνουμε»).

H εκδοτική πρακτική που ακολούθησε ο Kαβάφης ήταν πρωτοφανής. Δεν τύπωσε ποτέ τα ποιήματά του σε βιβλίο, και μάλιστα αρνήθηκε δύο σχετικές προτάσεις που του έγιναν, μία για ελληνική έκδοση και μία για αγγλική μετάφραση των ποιημάτων του. Προτιμούσε να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε εφημερίδες, περιοδικά και ημερολόγια, και να τα τυπώνει ιδιωτικά σε μονόφυλλα, κάνοντας στη συνέχεια αυτοσχέδιες συλλογές που μοίραζε στους ενδιαφερόμενους. Έτσι η πρώτη συλλογή με τα 154 ποιήματα του καβαφικού “Kανόνα” (ο ποιητής είχε αποκηρύξει 27 πρώιμα έργα του) κυκλοφόρησε σε βιβλίο μετά θάνατον στην Aλεξάνδρεια, με επιμέλεια Pίκας Σεγκοπούλου. Στην Eλλάδα η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1948, από τις εκδόσεις «Ίκαρος» των Nίκου Kαρύδη, Aλέκου Πατσιφά και Mάριου Πλωρίτη. Aπό τον ίδιο εκδοτικό οίκο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 η προσιτή δίτομη “λαϊκή” έκδοση των ποιημάτων, με επιμέλεια και σχολιασμό Γ.Π. Σαββίδη, με την οποία ο Kαβάφης αποκαταστάθηκε οριστικά στη συνείδηση του ελλαδικού κοινού.

O ποιητής κατέλιπε ένα τακτοποιημένο αρχείο το οποίο πέρασε στην κατοχή του Σαββίδη το 1969, μετά τον θάνατο του Σεγκόπουλου. Tμήματα του Aρχείου Kαβάφη αξιοποιήθηκαν και δημοσιεύτηκαν από πολλούς ερευνητές, αλλά οι σημαντικότερες εκδόσεις (πάντοτε από τις εκδόσεις «Ίκαρος») ήταν τα “Aνέκδοτα” (1968) ή “Kρυμμένα” (1992) ποιήματα, με επιμέλεια Σαββίδη, και τα “Aτελή” (1994) ποιήματα, με επιμέλεια Renata Lavagnini, ενώ είχαν προηγηθεί τα “Aποκηρυγμένα” (1983) ποιήματα. Έτσι ολοκληρώθηκε η έκδοση όλων των ποιητικών καταλοίπων του Kαβάφη, που συμπλήρωσαν και φώτισαν το αναγνωρισμένο έργο του, και το 2003 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των “Πεζών” του, με επιμέλεια Mιχάλη Πιερή, ενώ επίκειται η έκδοση των Σχολίων του Kαβάφη στα ποιήματά του, με επιμέλεια Diana Haas.

Ως προς τη μελέτη του Kαβάφη, αξεπέραστος οδηγός παραμένει ακόμη το πρώτο «Σχεδίασμα Xρονογραφίας του Bίου του» που δημοσίευσε ο Στρατής Tσίρκας στην Eπιθεώρηση Tέχνης το 1963, και συμπληρώθηκε από το Λεύκωμα Kαβάφη 1863-1910 (1983) με επιμέλεια Λένας Σαββίδη από τις εκδόσεις «Eρμής», και το O Bίος και το έργο του K.Π. Kαβάφη(2001) των Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Mαρίας Στασινοπούλου από τις εκδόσεις «Mεταίχμιο», ενώ το 2003 εκδόθηκε η Bιβλιογραφία K.Π. Kαβάφη 1886-2000 του Δημήτρη Δασκαλόπουλου από το Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας.

H διεθνής απήχηση της ποίησης του Kαβάφη, όπως πιστοποιείται από τις πολλαπλές μεταφράσεις του έργου του σε ξένες γλώσσες, δεν θα ξένιζε διόλου τον ίδιον. O Kωνσταντίνος Kαβάφης μπορεί να πέθανε από επιπλοκές του καρκίνου του λάρυγγος στο ελληνικό νοσοκομείο της γενέτειράς του Aλεξάνδρειας τα ξημερώματα των εβδομηκοστών του γενεθλίων, στις 29 Aπριλίου 1933, αλλά ως άνθρωπος είχε τελειωθεί προ πολλού: ο Kωστάκης του Πέτρου-Iωάννη Kαβάφη και της Xαρίκλειας Φωτιάδη, μέσα από το ανοιχτό μυαλό του, την ευρεία παιδεία του, την μεθοδική εργασία και την δύναμη και την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς του, είχε γίνει ο ποιητής K.Π. Kαβάφης. Tα υπόλοιπα ήταν ζήτημα χρόνου.

Δημοσιεύτηκε στον κατάλογο της έκθεσης «K.Π. Kαβάφης: O κόσμος του και οι εικαστικές μορφές της εποχής του», Mέγαρο Mουσικής Aθηνών (10 Nοεμβρίου 2003 - 31 Iανουαρίου 2004).

 

 

*

 

 

Μανόλης Σαββίδης

«Ο Καβάφης κι εμείς»

Μνήμη Μίμη Σουλιώτη, ότι υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Καβαφικός–

 

 1.
Ο Κ.Π. Καβάφης, εκατόν πενήντα χρόνια μετά τη γέννησή του, έχει καθιερωθεί οριστικά στη συλλογική συνείδηση των Nεοελλήνων ως ένας κλασικός ποιητής. Αυτό σημαίνει ότι η όποια κριτική με τη συνήθη ερμηνεία του όρου δεν τον αγγίζει πλέον, όπως δεν αγγίζει κανένα κλασικό έργο, και ότι αυτός που κρίνεται είναι, τελικά, ο ίδιος ο κριτικός του. Ταυτόχρονα, η ποίηση του Καβάφη προκαλεί στον αναγνώστη προσωπικά συναισθήματα ταύτισης και ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα ο κριτικός να μιλάει συνήθως περισσότερο για τον δικό του Καβάφη, δηλαδή για τον εαυτό του. Το πρώτο (η καθολική και άνευ όρων αποδοχή) είναι ένα σχετικά καινούργιο φαινόμενο. Το δεύτερο (η ομφαλοσκοπική καβαφολογία) είναι πολύ παλιό.

Το 1983, στα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Καβάφη, ο Ανδρέας Κίτσος-Μυλωνάς δημοσίευσε ένα σύντομο κείμενο με τίτλο «Περίληψις Προηγουμένων» στο περιοδικό Σημειώσεις (τεύχος 22, Νοέμβριος 1983), με το οποίο έθετε ορισμένα ερωτήματα για την πρόσληψη και αποτίμηση του Καβάφη. Τριάντα χρόνια αργότερα, το κείμενο αυτό παραμένει αξεπέραστο και τα ερωτήματα εν πολλοίς αναπάντητα. Ήδη η εισαγωγή του έμοιαζε να να προδικάζει αυτή την εξέλιξη: «Kαι μετά την επέτειο και σε προσεχείς, το 1993, το 2003, έφηβοι τους δικούς του στίχους αλλιώς θα λένε ενώ η βιβλιογραφία θα παρακολουθεί την δεξιότεχνη κριτικογραφία αναπαραγόμενη από την προκατάληψη του ίδιου τού έργου: οποιοδήποτε κείμενο για τον K.Π.K. απαντά στην δική του προκατάληψη με τις τύψεις που αυτή δημιουργεί».

«H βιβλιογραφική συσσώρευση ας μη κάνει να πιστεύομε ότι [ο Καβάφης] παραμένει ζωντανός ή ανάμεσά μας. Kείμενα και σχόλια επισωρεύονται επί άλλων και όλα υπερασπίζονται τη διάρκεια ενός διαλόγου, που από την έναρξή του μέχρι τις μέρες μας φαίνοταν να γίνεται αυτός η πρώτη ύλη. Aπεκλήθη καβαφολογία, σε αντίθεση προς τις ελάχιστες σελίδες που στη διαδρομή του καβαφικού έργου μπορούν να σταθούν αυθεντικές και χωρίς φόβο στην ειρωνεία που το ίδιο το έργο υποβάλλει», έγραφε ο Κίτσος-Μυλωνάς. Η αλήθεια είναι ότι με όλην αυτήν την καβαφολογία έχουμε χάσει την αθωότητά μας και είναι δύσκολο να δούμε τον Καβάφη απλά, με μια καθαρή ή έστω δική μας ματιά. Ακόμη και οι προαναφερθέντες έφηβοι που θα πρωτοδιαβάσουν Καβάφη, θα τον προσεγγίσουν υποψιασμένοι από το συλλογικό υποσυνείδητο – σπίτι, σχολείο, τηλεόραση, ιντερνέτ. Μετά την πρώτη συγκίνηση (αν υπάρξει) θα ζητήσουν να μάθουν περισσότερα για τον άνθρωπο και το έργο του και θα συνθλιβούν πάραυτα από τον όγκο των απόψεων που θα τους παραδοθούν έτοιμες προς υιοθεσία – κάποιες από τις οποίες έχουν και βαρύτατες υπογραφές.

Ο επικοινωνιακός ορυμαγδός που αποκαλείται καβαφολογία δεν είναι πάντοτε και επιστημονικός – είναι κυρίως απόρροια του κινήματος του καβαφισμού, τον οποίον πρεσβεύουν οι καβαφιστές. Οι όροι αυτοί δεν είχαν πάντα θετικήν έννοια. Μπορούμε να προσδιορίσουμε τη γέννησή τους με αρκετήν ακρίβεια πριν από ογδόντα εννέα χρόνια, στα 1924, όταν ο Δ.Π. Ταγκόπουλος αναφέρει ειρωνικά πως «Τη γη των Φαραώ την συγκινεί ένα σπουδαιότατο ζήτημα σήμερα. Ο Καβαφισμός. Ημπορεί κι αυτό να χαρακτηρισθή ως ένα είδος φιλολογικού Φαραωνισμού – για να είναι έτσι πιο μοντέρνος, αφού όλα σήμερα η μόδα τάχει μεταβάλλει σε Φαραώ. Δε σημαίνει όμως τίποτε. Κι όταν περάσει ακόμα η Φαραωμανία, η ετικέττα του θα μένη πάντα κι ο Καβαφισμός θα ζη και θα βασιλεύη στη χώρα των Φαραώ. Να τι συμβαίνει. Κάποιος «δόκτωρ Λάιγξ», όπως κατά το σαρκαστικότερον αποκαλείται από τους Καβαφιστάς ο γνωστός Αιγύπτιος λόγιος κ. Λαγουδάκης, ετόλμησε τώρα εσχάτως να θίξει στην Αλεξάνδρεια, σε διάλεξη ή σε άρθρο –δεν ξέρω– το ποιητικό αλάθητο του κ. Καβάφη. Αμέσως η διανοουμένη Αίγυπτος σύσσωμος εξανέστη κατά του βεβήλου. Στην κινηματογραφική εφημερίδα “Σινεμά” που βγαίνει στην Αλεξάνδρεια, κακό και χαλασμός. Εξήντα διανοούμενοι της Αλεξάνδρειας (τι ευτυχισμένη χώρα πούχει τόσους διανοουμένους!) διαμαρτυρήθηκαν με τις υπογραφές τους, φαρδειές πλατειές, εναντίον του κ. Λαγουδάκη» (Έθνος, 8 Απριλίου 1924).

Καβαφιστές, Παλαμιστές, Σολωμιστές... μήπως τότε και Καλβιστές, Καρυωτακιστές, Μαλακασιστές, Καραγατσιστές, Σεφεριστές, Ελυτιστές, ακόμη και Δημουλιστές και Δημουλιδιστές; Γιατί όχι; Ας είμαστε ρεαλιστές – η ελληνική γλώσσα είναι μεγάλη και ευρύχωρη, η νεοελληνική κοινωνία επίσης. Εξ ου και υπάρχει αυτή η διαδεδομένη σύγχυση ανάμεσα στους επαγγελματίες μελετητές ενός λογοτέχνη (με κατάληγη σε -λόγος) και στους ερασιτέχνες μελετητές ή οπαδούς (με κατάληξη σε -ιστής). Αυτή τη διάκριση την κρατούσε ο Γ.Π. Σαββίδης όταν έγραφε για το Αρχείο Καβάφη πως «Όσο για την φιλολογική εργασία, αν δω ότι δεν επαρκώ, είτε επιστημονικά είτε χρονικά, προτίθεμαι να καλέσω, με την συγκατάθεση του κ. Σεγκόπουλου και των εκδοτών, είτε ένα νέο φιλόλογο είτε ένα καβαφιστή με φιλολογική συνείδηση, για να μοιραστούμε την δουλειά» (Νέα Εστία 74, 1963).

Η ελληνική κοινωνία έχει βάλει πολύ νερό στο κρασί της από το 1983 (πόσο μάλλον από το 1963) κι έχει αποδεχθεί πολλαπλές κενολογίες και μπουρδολογίες ως δείγματα πολιτικού είτε πολιτισμικού λόγου, όπου ο συσκοτισμός του νοήματος και το σχοινοτενές της έκφρασης περνιούνται ως τάχα μου δείγμα ανώτερης, σύνθετης σκέψης. Για ακρίβεια και λακωνικότητα, ούτε λόγος. Σε αυτό το κλίμα της άρνησης του νοήματος και της απάτης της έκφρασης προέκυψαν πλήθος στερεότυπες εκφράσεις και προσδιορισμοί (θυμάμαι κάποιον να δηλώνει σε εφημερίδα την ιδιότητα του «Αθηναιολόγου» και να αναρωτιέμαι από πού πήρε πτυχίο). Αντιμετώπιζα με κάποια επιφυλακτικότητα τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως «καβαφιστές», γιατί κατά κανόνα ήσαν απλοί ερασιτέχνες, και υπό αυτή την έννοια, όλοι καβαφιστές είμαστε – απλώς δεν το κάνουμε θέμα.

Έχοντας το προηγoύμενο των Atenistas (στην αρχή νόμιζα ότι ήταν άνθρωποι που ατένιζαν, μετά κατάλαβα ότι απλώς αγαπούσαν την Αθήνα ως Atena) και όλων των άλλων νεόκοπων κινημάτων που λήγουν σε -istas, συνέδεα την κατάληξη σε -ιστής με μια ειδικότητα χαζοχαρούμενη και καλοπροαίρετη που προέρχεται από αγάπη προς το αντικείμενο σε μια σχέση φανατική αλλά επιφανειακή (αν ήταν βαθύτερη θα λεγόταν αλλοιώς). Αναρωτήθηκα αν οι καβαφιστές είχαν προλάβει να οργανωθούν σε cavafistas, και η έρευνα έδειξε ότι ο όρος υπήρχε μεν με την παραδοσιακή έννοια στα Ισπανικά, αλλά χρησιμοποιήθηκε τα πρώτα ελληνιστί (τρόπος του λέγειν) σε ένα ετεροφοβικό άρθρο σε τούτο το περιοδικό: «H εποχή των Καβαφιστών μοιάζει σαν να έχει τελειώσει και να έχουμε πλέον μπει στην εποχή των Cavafistas. Ένας διεθνής, δηλαδή, πολυφωνικός, πολυπρισματικός και σίγουρα ομοφυλόφιλος Καβάφης» (Δρ. Δημήτρης Παπανικολάου, «Ο Καβάφης στον 21ο αιώνα», The Books’ Journal 4, Φεβρουάριος 2011).

Somos Todos Cavafistas, λοιπόν. Και ως τοιούτοι μπορούμε να ασχοληθούμε με το αντικείμενό μας, τον Καβάφη. Αλλά, με δεδομένο ότι ο καθένας μας έχει πλάσει τον δικό του Καβάφη, για ποιον «Καβάφη» μιλάμε;

 

2.

Πριν από μερικά χρόνια, αν δεν με απατά η μνήμη μου, ο Edmund Keeley είχε βρεθεί σε ένα συνέδριο όπου ένας ομιλητής είχε πει κάποιες σαχλαμάρες για το έργο του Keeley. Όταν, μετά το τέλος της ομιλίας, ο Keeley ζήτησε τον λόγο, ο ομιλητής δικαιολογήθηκε ότι δεν αναφερόταν προσωπικά στον Keeley αλλά στον «Keeley». Ο Keeley απάντησε ότι και οι δύο ήσαν παρόντες και διαφωνούσαν με τον ομιλητή.

Ο Καβάφης, ως νεκρός, δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Ήταν όμως τόσο πολύπλευρος ώστε να χωράει όλες τις απόψεις και θεωρήσεις όλων των Καβαφιστών, κι ακόμη περισσότερες. Συχνά είναι αντιφατικός, αλλά όπως έλεγε και ο Walt Whitman «Do I contradict myself? Very well, then I contradict myself, I am large, I contain multitudes». (Σκοπίμως δεν μεταφράζω τα Αγγλικά σε ένα κείμενο για περιοδικό με τον τίτλο The Books’ Journal). Το πόσο large ήταν ο Καβάφης ακόμη δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι. Όπως και δεν έχουμε συμφωνήσει τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στον Καβάφη – ή τον «Καβάφη».

Στην πολυκαβαφείη που μας περιστοιχίζει, μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες δεσπόζουσες πτυχές. Θα έπρεπε να να ξεχωρίσουμε τον Καβάφη ως άτομο (όπως μας τον περιγράφουν τα πραγματικά στοιχεία, ιστορικά και βιογραφικά) από τον ποιητή. Στον ποιητή πάλι θα έπρεπε να διακρίνουμε δύο πλευρές, αυτή του δημόσιου ποιητή (που ορίζεται από τα έργα που επέλεξε να δημοσιεύσει), και του ιδιωτικού ποιητή (που ορίζεται από τα ανέκδοτα έργα που κατέλιπε). Όσο για τον «Καβάφη», έχει παγιωθεί στο ευρύ κοινό μια απλοϊκή εικόνα του που φέρνει περισσότερο σε καρικατούρα, ενός γέρου ομοφυλόφιλου που ζει σε ένα σκοτεινό διαμέρισμα στην Αλεξάνδρεια, με το φως των κεριών να τρεμοπαίζει, και συνθέτει αριστουργήματα ώστε να τα εκφωνήσουν αργότερα επαρχιώτες γυμνασιάρχες, να τα απαγγείλουν φερέλπιδες ηθοποιοί, ή να τα μελοποιήσουν ατάλαντοι μουσουργοί, που επιθυμούν να προβληθούν και να εξυψωθούν διά της προσκολλήσεως.

Το άτομο Κωνσταντίνος Καβάφης, όπως και ο ποιητής Κ.Π. Καβάφης, δυσκολεύονται να χωρέσουν στο καλούπι του «Καβάφη». Επιμένουμε να ξεχνάμε ότι ο Καβάφης δεν γεννήθηκε γέρος, και ότι πριν γίνει γέρος ήταν νέος. Επιμένουμε να ξεχνάμε ότι τα πρώτα του ποιήματα ήταν άθλια («wretched trash» τα είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος) και ότι είχε αποκηρύξει σιωπηρά τον πρώτο του ποιητικό εαυτό. Ανάλογα με τις προκαταλήψεις που κουβαλάει ο καθένας μας, αγνοοούμε, προσπερνάμε ή αποσιωπούμε βιογραφικά και φιλολογικά στοιχεία ως επουσιώδη, επειδή ξέρουμε ακριβώς πού θέλουμε να καταλήξουμε – και ό,τι δεν στηρίζει τη θεωρία μας είναι εξοβελιστέο. Έτσι όμως δεν γίνεται δουλειά, πόσο μάλλον σοβαρή κουβέντα κι επιστήμη.

Ταυτόχρονα, είναι τόσοι οι μύθοι που μας έχουν παραδοθεί για τον Καβάφη μέσα από τη σωρευμένη βιβλιογραφία αλλά και τα κουτσομπολιά, ώστε συχνά δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις τις μαρτυρίες από τις εικασίες και τις προβολές των επιθυμιών. Παρ’ όλα αυτά, αν δεν θέλουμε να αδικήσουμε τον άνθρωπο και τον ποιητή, πρέπει να τροποποιήσουμε την εικόνα που έχουμε για τον «Καβάφη», και να τη διευρύνουμε. Πρέπει λ.χ. να χωρέσει και τον κοινωνικό Καβάφη, που πήγαινε στα πάρτυ και ήταν δεινός χωρατατζής και χαριτωμένος χορευτής, που έπαιζε τέννις ώς τα 45. Πρέπει να χωρέσει τον αναγνώστη των αστυνομικών μυθιστορημάτων και των δημοτικών τραγουδιών και τον συντάκτη ενός λεξικού όπου αποθησαυρίζει ασυνήθιστες λέξεις ή την ασυνήθιστη χρήση συνηθισμένων λέξεων. Πρέπει να χωρέσει τον άνθρωπο που ξέπεσε και βιοποριζόταν στο Δημόσιο αλλά συντηρήθηκε παίζοντας χρήματα στα καφενεία και στο χρηματιστήριο. Πρέπει να χωρέσει τον ευαίσθητο νέο που ανακαλύπτει την σεξουαλικότητά του, και την εξέλιξή της. Πρέπει να χωρέσει τον ρομαντικό ποιητή, τον μιμητή του Χριστόπουλου και των Φαναριωτών, τον εραστή της μουσικής, του θεάτρου και της ζωγραφικής. Πρέπει να χωρέσει και τον φανατικό καπνιστή και τον καρκινοπαθή. Πρέπει να χωρέσει το στερνοπαίδι μιας μεγάλης οικογένειας, που είναι ο τελευταίος φορέας του ονόματος, δίχως απογόνους. Και πρέπει να χωρέσει τον Ρωμιό που έχει ζήσει στις πρωτεύουσες δύο αυτοκρατοριών (Λονδίνο και Κωνσταντινούπολη) και, αποκλεισμένος στην περιθωριακή Αλεξάνδρεια, αποποιείται τη βρετανική υπηκοότητα και επιλέγει να κρατήσει μόνον την ελληνική.

Όλα αυτά είναι ενδεικτικά, υπάρχουν και πάμπολλα άλλα. Ένας παγιωμένος «Καβάφης» μπορεί να μας βολεύει για να τον ταξινομήσουμε και να ξεμπερδεύουμε, αλλά ο Καβάφης, όπως ο κάθε άνθρωπος, ουδέποτε υπήρξε στατική έννοια. Ο θάνατός του απλώς όρισε το τέρμα της βιολογικής του ζωής. Το 2003 καταπιαστήκαμε με μιαν ομάδα συνεργατών να κάνουμε ένα χρονολόγιο των 70 ετών της επίγειας παρουσίας του Καβάφη ανά μήνα, όπου καταγράψαμε ό,τι ήταν γνωστό (και αξιόπιστο) για τον βίο και το έργο του. Εκεί διαπιστώσαμε ότι με απλή χρονολογική παράθεση των στοιχείων προκύπτει μια συναρπαστική αφήγηση που αποτελείται από πολλές παράλληλες ιστορίες. Το γιατί κανείς δεν κάθισε ακόμη να τις αρμόσει σε μια συνθετική εξιστόρηση, είναι μυστήριο.

 

3.

«Η εποχή που ο Κ. Π. Καβάφης κινδύνευε από τις επικρίσεις και τις λοιδορίες των πολεμίων του παρήλθε ανεπιστρεπτί και ο ποιητής έχει πολιτογραφηθεί στην εκλεκτή χορεία των δημιουργών που κινδυνεύουν μόνο από τους θαυμαστές και τους υποστηρικτές τους», σημείωνε ο Μίμης Σουλιώτης τον Μάρτιο του 2000 στο Βήμα, προβλέποντας εν μέρει την εμφάνιση των Cavafistas. Αλλά τι εποχή ήταν αυτή που παρήλθε, πόσο άργησε να παρέλθει, και τι αναγνωρίσιμοι πολέμιοι!

Τα προβλήματα στην υποδοχή του Καβάφη από την αθηναϊκή διανόηση ήταν πολύ συγκεκριμένα. Οι όποιοι πολέμιοί του είχαν να αντιμετωπίσουν την σεξουαλικότητά του, την ποιητική του, και την εθνική του συνείδηση. Και στις τρεις περιπτώσεις, η κρατούσα άποψη ήταν διαφορετική και η στάση ζωής του Καβάφη αποκλίνουσα αυτής. Πρέπει ωστόσο να αναλογιστούμε την κρατούσα άποψη και τις συνήθειες της κάθε εποχής, όπως και τις συγκυρίες, αν θέλουμε να καταλάβουμε τις επιθέσεις που δέχτηκε ο Καβάφης, τα αίτια και τις αφορμές τους. Ξεκίνησαν περίπου το 1903 (πάντως μετά το πρώτο ταξίδι του Καβάφη στην Αθήνα) και στη συνέχεια οι επιθέσεις έγιναν συνήθεια και επαναλαμβάνονταν εθιμοτυπικά. Η μεταστροφή (η μεταλλαγή της έννοιας «Καβάφης» προς το θετικότερο) έγινε μετά τον πόλεμο, και ιδιαίτερα μετά το 1963 και την δίτομη «λαϊκή» έκδοση των ποιημάτων του από τον «Ίκαρο».

Μπορεί σήμερα να φαντάζει παράξενο, αλλά το πρώτο βιβλίο με ποιήματα του Καβάφη βγήκε στην Αλεξάνδρεια, μετά τον θάνατό του, το 1935. Στην Αθήνα, η πρώτη έκδοση ήταν από τον Ίκαρο τον Δεκέμβριο του 1947. Στη σελίδα τίτλου, αναφέρεται ως «β ́ έκδοση», όχι γιατί είχε προηγηθεί άλλη στην Ελλάδα, αλλά γιατί αντέγραφε την έκδοση της Αλεξανδρείας. (Αυτό είναι ένα σύντομο μάθημα εκδοτικού ήθους από τον Νίκο Καρύδη.) Αυτή η έκδοση δεν έγινε ανάρπαστη – ήταν μεγάλου σχήματος, δίχως σχόλια, και (όπως προέκυψε) σχετικά ακριβή για την εποχή της. Η διάδοση των ποιημάτων του Καβάφη γινόταν κυρίως χειρόγραφα ως το 1963, και το 1983, στα 50 χρόνια από τον θάνατό του, ο Καβάφης είχε πλέον περιληφθεί και στα σχολικά αναγνωστικά (όχι χωρίς ελαφρά λογοκρισία), στη χορεία των μεγάλων-και-εν-δυνάμει-εθνικών ποιητών μαζί με τον Σεφέρη και με τον Ελύτη, και στην ομάδα των αναγνωρίσιμων και εξαγώγιμων εθνικών συμβόλων, όπως η Μελίνα Μερκούρη, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο μουσακάς ή το τυρί φέτα. Όχι πως οι επιθέσεις κατά του Καβάφη έχουν εκλείψει ολοτελώς, αλλά είναι πια αμελητέες και γραφικές.

Μπορεί σήμερα να δηλώνουμε πιο ανεκτικοί στην ερωτική διαφορετικότητα, αλλά η σεξουαλικότητα του Καβάφη ήταν (και παραμένει) η βασική αιτία αντίδρασης στα ποιήματά του. Η κοινωνία της Ελλάδας της δεκαετίας του 1920 δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί την ποιητική έκφραση της ομοφυλοφιλίας παρά μόνον ως κρυπτική, ελάσσονα και περιθωριακή. Οι αρνητές του Freud, αλλά και οι οπαδοί του, βρήκαν πρόσφορο υλικό στην περίπτωση του Καβάφη και τον χρησιμοποίησαν για να ξεκαθαρίσουν ανοιχτούς λογαριασμούς. Αυτά ερήμην του κοινού, το οποίο αποδέχτηκε και αγάπησε και την ερωτική ποίηση του Καβάφη, ασχέτως του σεξουαλικού προσανατολισμού τού εκάστοτε αναγνώστη.

Μπορεί σήμερα να δηλώνουμε πιο ανεκτικοί στην ποιητική διαφορετικότητα, αλλά το ποιητικό ιδίωμα του ώριμου Καβάφη ήταν εντελώς ξένο προς αισθητική των αρχών του αιώνα και τη λειτουργία της ποίησης στο νέο ελληνικό κράτος. Η ποίηση εκεί και τότε είχε σαφή φόρμα, μέτρο, ρυθμό και ρίμα, και ο Καβάφης χαλάρωσε τα δεσμά της (ο Παλαμάς αρχικά έκανε λόγο για «ύπουλο ξεκάρφωμα του στίχου»). Επίσης, η ποίηση του Καβάφη δεν υπηρετούσε εθνική αποστολή, όπως του Σολωμού, του Βαλαωρίτη ή και του Παλαμά. (Δεν είναι τυχαίο ότι η ποίηση του Παλαμά τείνει να λησμονηθεί στις μέρες μας, και οι μόνοι που θυμάμαι να απαγγέλουν δημοσίως από στήθους τα εθνεγερτικά του ποιήματα είναι ο Δημήτρης Κουφοντίνας και η Ελένη Αρβελέρ.)

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εφημερίδα «Το Νέον Άστυ» της Αθήνας, όπου το 1903 εγκωμιάζει τον Καβάφη («Δεν δύναται κανείς να αρνηθή ότι η ποίησις προοδεύει εις την Ελλάδα. Έχομεν αρκετούς ποιητάς και εκείνο το οποίον είνε παραδοξότερον είνε ότι έχομεν και ωραία ποιήματα. Και όπως συμβαίνει και εις την Ευρώπην, ηρχίσαμεν πλέον να έχωμεν και ειδικότητας εις την ποίησιν. Έχομεν ποιητάς της μελαγχολίας, ποιητάς των δύσεων, ποιητάς του ονείρου. Έχομεν ποιητάς, οι οποίοι λαξεύουν ένα σονέττον κάθε τρεις μήνας όπως ο κ. Πορφύρας, και ποιητάς, οι οποίοι θωπεύουν και ζυγίζουν ένα τετράστιχον κατ’ έτος. Τοιούτος ποιητής είναι ακριβώς ο κ. Καβάφης, του οποίου το “Νέον Άστυ” εδημοσίευσε προχθές ολίγους στίχους. Είνε παράδοξος ποιητική προσωπικότης ο Αλεξανδρινός αυτός φιλόλογος, ο οποίος προ δεκαετίας και πλέον έχει επιδοθή εις την ποίησιν και ο οποίος δεν έχει ακόμη αποτελέσει όχι μίαν συλλογήν, αλλ’ ούτε μίαν δωδεκάδα ποιημάτων. Αντί τούτου όμως γράφει ποιήματα τέλεια, τα μάλλον προσωπικά, τα μάλλον εμποτισμένα από πρωτοτυπίαν και αν θέλετε και τα μάλλον παράδοξα ποιήματα της Ελλάδος. Ολίγα αλλά καλά», 27 Σεπτεμβρίου 1903) και τον επόμενο χρόνο τον λοιδωρεί («Όσον πηγαίνομεν και απλοποιούμεθα εις όλα μας. Ο κλασικισμός μάς επήρεν από το κεφάλι πλέον. Αν δεν πιστεύετε αναγνώσατε το εξής ποίημα [«Φωνές»]. Και το ποίημα εδημοσιεύθη εις το χθεσινόν φυλλάδιον των “Παναθηναίων”, του μόνου που απομένει περιοδικόν. Ίδε η ποίησις και ίδε πώς την διδάσκονται όσοι ονειροπολούν και δημοσιεύουν κάτι. Τόσον μαλλιαρή πλέον, ώστε να μη κτενίζεται καν εις ομοιοκαταληξίας και μέτρον», 17 Αυγούστου 1904).

Μπορεί σήμερα να δηλώνουμε πιο ανεκτικοί στην εθνική διαφορετικότητα, αλλά ο Κωνσταντινουπολίτης και κοσμοπολίτης Καβάφης εξέφραζε μιαν άλλου είδους απειλή για την διαμορφούμενη νέα ελληνική ταυτότητα, καθώς προερχόταν από την αλύτρωτη κοιτίδα του ελληνισμού και θύμιζε ότι ο ελληνισμός δεν περιορίζεται στα σύνορα του Νέου Ελληνικού κράτους. Τα επαρχιώτικα συμπλέγματα και ο φθόνος (συχνά ταξικός) των πρωτευουσιάνων Αθηναίων (ή όσων ήθελαν να περνιούνται για Αθηναίοι), που βάφτιζαν τούρκικη την ρωμέικη παράδοση της Πόλης και υιοθετούσαν την βαυαρική οδήγησαν τους ελλαδίτες στην απόρριψη αυτού του ιδιόρρυθμου ομογενή που ήθελε να μετρηθεί με τους ιθαγενείς. Ποιός νόμιζε ότι ήταν; Kαι τέλος πάντων τι νόμιζε ότι είναι;

Την απάντηση την έδωσε ευθέως ο Καβάφης, με το απόφθεγμα που μας παρέδωσε ο Τίμος Μαλάνος: «Είμαι κι εγώ Ελληνικός. Προσοχή, όχι Έλλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός». Δηλαδή καίτοι υπήκοος του Νέου Ελληνικού κράτους, δεν αισθανόταν Έλληνας με την τότε σημασία του όρου (είχε άλλωστε δει με τι θέρμη και στοργή είχαν υποδεχτεί οι Έλληνες τους πρόσφυγες μικρασιάτες αδελφούς τους) αλλά κάτι ευρύτερο και διαχρονικό, όπως φανέρωνε και το ρητό που κοσμούσε το οικόσημο της οικογένειας Καβάφη: «Υπέρ Χριστού και Ρωμαίων Γης». Εκείνα τα χρόνια οι όροι «Ρωμιός», «Γραικός» και «Έλλην» είχαν σαφή σημειολογική φόρτιση, διαφορετική από την ξεθυμασμένη σημερινή, κι ο κόσμος καταλάβαινε το νόημα πίσω από τον ήχο των λέξεων. Κάποτε (ελπίζω πριν χάσουν εντελώς οι λέξεις τη σημασία τους) θα πρέπει να μελετήσουμε τον Καβάφη ως ελληνικό ποιητή, με όποιο κόστος αυτό συνεπάγεται για την εθνική μας μυθολογία και υπερηφάνεια.

Όλες οι επιθέσεις κατά του Καβάφη έχουν να κάνουν με την πολύπλευρη διαφορετικότητά του, την οποία υπερασπίστηκε σθεναρά ο ίδιος και οι Καβαφισταί. Τώρα που έχουν πια πεθάνει όλοι οι αρχικοί πρωταγωνιστές – και ο Καβάφης και όσοι τον γνώρισαν προσωπικά, είτε εχθροί είτε φίλοι, και έχουν μείνει τα κείμενα και τα τεκμήρια, τώρα που «είν’ όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παληά–» μπορούμε να τον επανεξετάσουμε νηφάλια και αποστασιοποιημένα; Αμ δε! Πρέπει πρώτα να αναμετρηθούμε με τον διαρκώς αυξανόμενο όγκο της καβαφολογίας και ιδιαίτερα με τον πιο επιμελή και επιφανή μαθητή του, τον Γιώργο Σεφέρη.

 

4.

Ο Γιώργος Σεφέρης, εκτός από διακεκριμένος ποιητής και διπλωμάτης, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες διανοούμενους, μαζί με τον Παλαμά. (Θυμίζω ότι οι κηδείες των δύο ανδρών, σε χρόνους δύσκολους, υπήρξαν μείζονα πολιτικά γεγονότα καθώς συγκέντρωσαν πλήθος λαού που προσήλθε αυθόρμητα για να τιμήσει τους νεκρούς και ό,τι αυτοί συμβόλιζαν.) Ως ένα μεγάλο βαθμό ο Παλαμάς, ο Σεφέρης και ο Κ.Θ. Δημαράς (και οι τρεις ασχολήθηκαν με τον Καβάφη) όρισαν την θεματική της ελληνικής διανόησης και τους όρους του δημοσίου διαλόγου στον εικοστό αιώνα.

Πολύ πριν από την «λαϊκή» έκδοση του 1963, αλλά και ακριβώς έναν χρόνο πριν από την πρώτη αθηναϊκή έκδοση του Καβάφη το 1947, ο Σεφέρης (ο οποίος είχε αντιγράψει χειρόγραφα τα ποιήματα του Καβάφη όταν βρισκόταν στην Πρετόρια το 1941), έδωσε μια διάλεξη στο Βρεταννικό Ινστιτούτο με τίτλο «Θ.Σ. Έλιοτ, Κ.Π. Καβάφης· παράλληλοι». Με αυτήν έθεσε δημόσια και επιτακτικά το ζήτημα του Καβάφη ως μείζονος ποιητή διεθνούς εμβέλειας. (Είχε προηγηθεί κατά μία δεκαετία περίπου η μελέτη «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο», για την οποία ο Γ.Π. Σαββίδης σημείωσε πως «Αν μη τι άλλο, κανείς έως τότε δεν είχε τολμήσει να συζεύξει ισότιμα τα ονόματα του Κάλβου και του Σολωμού με εκείνο του Καβάφη, ο οποίος, ας θυμηθούμε, είχε πεθάνει μόλις προ τριών ετών».) Κοντολογίς, ο Σεφέρης μας άνοιξε τα μάτια.

Ο κριτικός λόγος του Σεφέρη είναι κατά κανόνα οξυδερκής και διεισδυτικός. Με αυτή τη διάλεξη, όπως και με τα σχόλιά του σε 39 ποιήματα του Καβάφη με τίτλο «Λίγα ακόμη για τον Αλεξανδρινό» (και τα δύο θεμελιώδη κείμενα περιλαμβάνονται στις Δοκιμές) ο Σεφέρης μας υπέδειξε πώς να διαβάζουμε τον Καβάφη – μια διδασκαλία τόσο καταλυτική, περιεκτική και πειστική που χρειάστηκαν δεκαετίες για να φθάσουμε στο σημείο να μπορέσουμε να αμφισβητήσουμε κάποια σημεία της. Οι μαθητές του Σεφέρη, και οι μαθητές τους (δηλαδή, λίγο-πολύ, όλοι μας), εγκλωβιστήκαμε στην προβληματική και την επιχειρηματολογία του, και πολλοί έχουν μείνει εκεί: δεν είναι μόνον η ποίηση του Καβάφη που είναι κλασική, είναι και η κριτική του Σεφέρη.

Μολαταύτα, πρέπει να επανεξετάσουμε («επικαιροποιήσουμε» θα έλεγαν οι τεχνοκράτες) ορισμένες παρατηρήσεις και συμπεράσματα του Σεφέρη. Άλλωστε, όπως το έθεσε και ο Καβάφης, «Eκτιμώ περισσότερον τας παρατηρήσεις των μεγάλων ανδρών παρά τα συμπεράσματά των. Oι μεγαλοφυείς νόες παρατηρούσι μετ’ ακριβείας και ασφαλείας· όταν δε μας εκθέσωσι τα υπέρ και τα κατά ενός ζητήματος δυνάμεθα ημείς να ποιήσωμεν το συμπέρασμα. Διατί όχι αυτοί; θα με ερωτήσωσιν. Aπλώς διότι δεν έχω πολλήν πεποίθησιν περί της απολύτου αξίας ενός συμπεράσματος. Aπό τα αυτά διδόμενα εγώ σχηματίζω τοιαύτην κρίσιν και άλλος άλλην· είναι δε δυνατόν να ήναι αμφότεραι εναντίαι και αμφότεραι ορθαί καθ’ όσον αφορά έκαστον άτομον, διότι υπαγορεύονται υπό των ιδιαιτέρων μας περιστάσεων και ιδιοσυγκρασιών ή συμμορφούνται προς αυτάς». («Ο Σακεσπήρος περί της ζωής», 1891). Και αυτό γιατί πολλοί παπαγαλίζουν αποκομμένες φράσεις από τον Σεφέρη και τις χρησιμοποιούν ως αξιώματα.

Μια τέτοια περίπτωση είναι η διατύπωση πως ο Καβάφης «Δώδεκα ή δεκατεσσάρων χρονών καταπιάνεται να συντάξει ένα ιστορικό λεξικό, που αφήνει όταν έγραψε τη μοιραία γι’ αυτόν λέξη: Αλέξανδρος». Στην καβαφολογία, δεν υπάρχει περίπτωση να συνταχθεί η λέξη «Αλέξανδρος» με άλλο προσδιοριστικό. Όλοι οι Αλέξανδροι είναι μοιραίοι. (Προφέρεται δε με στόμφο και νόημα.) Και ρωτάς τον καβαφιστή (ή τον cavafista), «γιατί μοιραία καλέ μου άνθρωπε;» Οι ημιμαθείς θα κομπιάσουν και θα πουν «Εεε... γιατί ο μεγάλος του έρωτας λεγόταν Αλέκος». Οι υπόλοιποι θα απαντήσουν με το αποστομωτικό επιχείρημα «Γιατί το λέει ο Σεφέρης, να γιατί».

Πιο εξοργιστική είναι η παρατήρηση για τον Κάλβο, τον Σολωμό και τον Καβάφη: «Οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά». Για τον Καβάφη, που ήξερε καλύτερα ελληνικά από όλους μας (του Σεφέρη συμπεριλαμβανομένου) αυτό αγγίζει τα όρια της συκοφαντίας. Κι όμως, είναι μια διατύπωση δημοφιλής, ένα από τα παράδοξα που οι εξυπνάκηδες αρέσκονται να επισημαίνουν στις συζητήσεις, και όταν προσπαθείς να το ανασκευάσεις ή έστω να το συζητήσεις προσκρούεις στον γνώριμο τοίχο: «Γιατί το λέει ο Σεφέρης, να γιατί. Ξέρεις εσύ περισσότερα από τον Σεφέρη;»

Σε κάποιες περιπτώσεις, εβδομήντα επτά χρόνια αργότερα, μπορεί και ναι. Δεν έχω καταλάβει ακόμη γιατί ο οξυδερκής Σεφέρης έγραψε τέτοια ανοησία, και γιατί την αναδημοσίευσε. Η καλοπροαίρετη εκδοχή έχει να κάνει με το σχετικώς νεαρόν της ηλικίας του και με την περιορισμένη γνώση του Καβάφη όταν το έγραψε. Η κακοπροαίρετη εκδοχή ήταν ότι ο Σεφέρης θαύμαζε μεν τον Καβάφη αλλά ταυτόχρονα τον ζήλευε, και αυτή η αμφιθυμία ενίοτε κυρίευε τον λόγο του.

Ο βασικός λόγος που είχε ο Σεφέρης για να ζηλεύει τον Καβάφη ήταν ότι ο παλαιότερος ποιητής, αν και ξεκίνησε ως Φαναριώτης (κάτι που επισημαίνει επίμονα ο Σεφέρης, δηλώνοντας πόσο ξένη του είναι αυτή η ιδιοσυγκρασία), πέρασε τις παιδικές ασθένειες του ρομαντισμού, του παρνασσισμού και του συμβολισμού, και οδήγησε μόνος του την ελληνική ποίηση στον εικοστό αιώνα και τον μοντερνισμό, δίχως να έχει διαβάσει ή μιμηθεί τον Έλιοτ, που ήταν το πρότυπο του Σεφέρη. Και το έκανε ένας ασήμαντος άνθρωπος –«έξω από τα ποιήματά του ο Καβάφης δεν υπάρχει», έγραψε ο Σεφέρης. («Σύμφωνοι, δάσκαλε» απάντησε με σεβασμό ο Γ.Π. Σαββίδης μόλις το 1990, «υπάρχει όμως μέσα στα ποιήματα της ωριμότητάς του».) Και γιατί θα έπρεπε να υπάρχει; μπορούμε να αναρωτηθούμε εμείς σήμερα.

Μπορούμε να συνεχίσουμε επισημαίνοντας τις διαφορές των δύο ανθρώπων σε αυτή την τεταμένη και μονόδρομη λογοτεχνική σχέση (ο Σεφέρης είχε στείλει το 1931 στον Καβάφη αντίτυπο της «Στροφής», το οποίο ο Καβάφης είχε αφήσει «σχεδόν άκοπο») και να θυμηθούμε τις τρεις βασικές αιτίες των επιθέσεων στον Kαβάφη από τους πολεμίους του: την σεξουαλικότητα, την ποιητική, και την εθνική συνείδηση. Ο Σεφέρης δεν ήταν ούτε ομοφυλόφιλος, αλλά ούτε και ομοφοβικός. Η ποιητική του έφθασε σε αυτήν του Καβάφη, αλλά από άλλο δρόμο. Όσο για την εθνική συνείδηση, ήσαν μεν και οι δύο τέκνα του μείζονος ελληνισμού, αλλά με μία ουσιώδη διαφορά, την οποία συχνά παραβλέπουμε: ο Καβάφης ήταν Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγή, και ο Σεφέρης Σμυρνιός.

Μια τέτοια θεώρηση, όσο ελκυστική και γαργαλιστική και αν είναι (κατάλληλη για να εισάγει κανείς νέες εξυπνάδες και παράδοξα αξιώματα στις συζητήσεις) θα αδικούσε κατάφωρα τον Σεφέρη, που κοπίασε για να προβάλει και να αποκαταστήσει τον Καβάφη, δίχως ιδιοτέλεια και προσωπικό όφελος. Πρέπει να τον διαβάζουμε όχι αποκομμένο, αλλά με τα συμφραζόμενα, in context. Για παράδειγμα, η διατύπωση ότι «έξω από τα ποιήματά του ο Καβάφης δεν υπάρχει», έχει και εισήγηση και αιτιολογία:

«Υπάρχουν δύο τρόποι να εξετάζουμε την ατομική ζωή του καλλιτέχνη», γράφει νωρίτερα ο Σεφέρης. «ο ένας είναι η ανεκδοτολογία, το αστυνομικό μυθιστόρημα, ή το ιατρικό δελτίο· ο άλλος είναι να παρακολουθεί κανείς, χωρίς υπεροψία, πώς ενσωματώνει τη φθαρτή ζωή του στο έργο. Για κείνους που ακολουθούν τον πρώτο τρόπο, πρέπει να μην έχουν πολύ νόημα τα λόγια μου· ακολουθώ τον δεύτερο· και γι’ αυτό πιστεύω πως έξω από τα ποιήματά του, ο Καβάφης πολύ λίγο ενδιαφέρει». Και συνεχίζει παρακάτω: «Άλλωστε, μας έλεγε ο Gourmont, ο Flaubert, που μεταμόσχευε σταλαματιά-σταλαματιά τον εαυτό του στα βιβλία του, έξω από αυτά, πολύ λίγο ενδιαφέρει. Το ίδιο έλεγα για τον Καβάφη. Διορθώνω τώρα: έξω από τα ποιήματά του, ο Καβάφης δεν υπάρχει. Και, καθώς πιστεύω, ένα από τα δύο θα συμβεί: είτε θα εξακολουθούμε να σχολιάζουμε την ιδιωτική ζωή του, συνεχίζοντας τα ευφυολογήματα μιας επαρχιώτικης νοοτροπίας, και φυσικά θα θερίσουμε ό,τι σπείραμε· είτε, ξεκινώντας από το βασικό χαρακτηριστικό του, την ενότητα, θα κοιτάξουμε τι μας λέει το έργο του, όπου καταναλώθηκε σταλαματιά-σταλαματιά, με όλες του τις αισθήσεις. Και αφού γίνει αυτό, θα τον τοποθετήσουμε και θα τον νιώσουμε μέσα στην ελληνική παράδοση, ολόκληρη και αδιαίρετη».

Εδώ και εξήντα επτά χρόνια, κανείς δεν τα έχει πει καλύτερα.

 

5.


Πριν από καιρό, όταν στήναμε τις ιστοσελίδες του Αρχείου Καβάφη στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, κάναμε μια επιλογή από σχετικά καβαφολογικά άρθρα. Φίλος καθηγητής στην Αμερική που την είδε, μου τηλεφώνησε θορυβημένος. «Δεν έχετε τίποτα γραμμένο μετά το 1995», είπε. «Είναι σα να λέτε ότι μετά το 1995 δεν δημοσιεύτηκε τίποτε αξιόλογο για τον Καβάφη». «Σωστή η παρατήρησή σου», απάντησα. «Όντως, δεν πήραμε είδηση να δημοσιεύτηκε τίποτε καινούργιο και σημαντικό για το ευρύ κοινό. Κι όπως δεν έχουμε δουλείες και δεσμεύσεις με την ακαδημαϊκή κοινότητα, δεν χρειάζεται να προσποιούμαστε».

Φέτος, στα εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννηση του Καβάφη, θα κατακλυστούμε από επετειακές εκδηλώσεις και κείμενα (ήδη διαβάζετε ένα από αυτά). Υπομονή· έτος είναι αυτό, κι έχουμε ήδη περάσει το ένα τρίτο. Οι καβαφολόγοι θα ασχοληθούν με την καβαφολογία. Οι θεωρητικοί με τις νέες θεωρίες και τις υποσημειώσεις. (Προσωπικά, περιμένω τον Άρη Μαραγκόπουλο να αποδόσει τον Καβάφη στη «σύγχρονη νεοελληνική», όπως έκανε με τον Σολωμό.) Οι άσχετοι θα προσποιηθούν τους σχετικούς. Οι καβαφιστές και οι cavafistas θα ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους. Διαλέξεις θα δοθούν. Ποιήματα θα απαγγελθούν. Συναυλίες θα γενούν. Δρώμενα θα παρασταθούν. Εκδόσεις θα τυπωθούν. Πίνακες θα φιλοτεχνηθούν. Εγκαταστάσεις θα εγκατασταθούν. Τι θα μείνει από όλα αυτά, θα το δούμε σε μερικά χρόνια.

Εν τω μεταξύ, εμείς μπορούμε να αγνοήσουμε τις δημόσιες τελετές και να επιστρέψουμε σε αυτό που μας τράβηξε στον Καβάφη από την αρχή: τα ποιήματά του. Μπορούμε να γιορτάσουμε την επέτειο με μικρές, ιδιωτικές τελετές. Να πάρουμε δηλαδή τα ποιήματα στο δωμάτιό μας και να τα ξαναδιαβάσουμε. Κάθε φορά θα ανακαλύπτουμε και κάτι διαφορετικό, όπως συμβαίνει με τα κλασικά έργα, γιατί ενώ αυτά μένουν απαράλλαχτα εμείς αλλάζουμε. Και πίσω από τα ποιήματα, στο ημίφως του μυαλού, θα βρίσκεται κάποιος που θα μας βλέπει να καθρεφτιζόμαστε σε αυτά και θα χαμογελά: βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον· άρτι γιγνώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό the books’ journal #31, Μάιος 2013

 

 

*

 

 

Ανδρέας Θ. Κίτσος-Μυλωνάς

«Περίληψις προηγουμένων»

H κριτική δεν είναι Άγγελος Βλάχος. Είναι Έρως

 

Kαι μετά την επέτειο και σε προσεχείς, το 1993, το 2003, έφηβοι τους δικούς του στίχους αλλιώς θα λένε ενώ η βιβλιογραφία θα παρακολουθεί την δεξιότεχνη κριτικογραφία αναπαραγόμενη από την προκατάληψη του ίδιου τού έργου: οποιοδήποτε κείμενο για τον K.Π.K. απαντά στην δική του προκατάληψη με τις τύψεις που αυτή δημιουργεί και κάνουν να βλέπεις παντού τόκο, όχι τη σχέση του κεφαλαίου με την Tράπεζα του μέλλοντος, τους τρόπους παραγωγής του, και ίστανται εμπόδια σε κάθε προσέγγιση, έστω και αν επαυξάνουν την πρώτη ύλη. H αντιστοιχία με το ρηθέν Όμηρον εξ Ομήρου καθίσταται για το έργο προβληματική, όσο και οι παλιές ερμηνείες για τον Όμηρο. Όταν άρχισε να διαβάζεται από την ελληνική αριστερά ―και η επέτειος του 1963 δηλώνει την διεκπεραίωση αυτού του διαβάσματος― η ερμηνευτική της ποίησης συρρικνώθηκε στο ιστορικό στοιχείο και στην σύζευξη του συγχρόνου με το αρχείο και το αρχαίο.

H ποίηση του K.Π.K. κατάντησε· έγινε ανάγνωση ενώ ήθελε αντιγραφή, την ερωτικότερη στιγμή σ’ ένα ποίημα, ως περιέχοντος και περιεχομένου και αβίαστη αποστήθιση [τότε]: έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε ή αντήλλασσαν τα λευκώματά των. H παγκόσμια αγορά, που αντικατέστησε το Μέγα Πανελλήνιον, και στην οποία κυκλοφορεί [τώρα πια] άνετα το έργο του, εξαφάνισε τον τόνο του έργου που συνείρε την αντιγραφή και το λεύκωμα στην εμπράγματη, βιωματική και ομιλιακή, χρήση του. Tο ζεύγος κρυμμένα-ελεύθερα, παρά τη θέληση του K.Π.K. για άπλωση και πελατεία, είναι μέσα στην προκατάληψή του να κρατηθεί εντεύθεν του μηνύματος. Παριστάμεθα μάρτυρες στα πάθη της ποίησής του, στη δίωξη που υφίσταται από την ανάγνωση και την ερμηνεία και τους ποικίλους τρόπους κυκλοφορίας του προσώπου του.

Το μοντερνικό δεν τον αφορά. Είναι ελληνικός. Eδιάβασε την ιστορία, πήγαινε κι έρχοταν μέσα στην ιστορία. Tο μοντερνικό θάταν νάναι tel qu’en lui-même enfin με όρους που κάνουν την λατινική μητέρα γλώσσα μετά την παλινόρθωση. Ας συλλογισθούμε την πρώτη γραφή της Αισθηματικής Αγωγής. Σ’ αυτόν υπερισχύει ο ρόλος του τεχνίτη-ποιητή, ήθελε να είναι Ούτος Εκείνος. H οργάνωση που σχεδίασε και ολοκλήρωσε περνάει σε κείμενα γι’ αυτόν σαν απολογητική βάσανος με τις ατομικές καθενός τύψεις, την διαγραφή των αποσιωπητικών. Έτσι θα παραμένει ανενεργός και πρόσφορος στην ανάγνωση και την ερμηνεία, τη μετάφραση και την απαγγελία και τη δημοσιότητα. O τόκος που λέγαμε πριν.

H βιβλιογραφική συσσώρευση ας μη κάνει να πιστεύομε ότι παραμένει ζωντανός ή ανάμεσά μας. Κείμενα και σχόλια επισωρεύονται επί άλλων και όλα υπερασπίζονται τη διάρκεια ενός διαλόγου, που από την έναρξή του μέχρι τις μέρες μας φαίνοταν να γίνεται αυτός η πρώτη ύλη. Απεκλήθη καβαφολογία, σε αντίθεση προς τις ελάχιστες σελίδες που στη διαδρομή του καβαφικού έργου μπορούν να σταθούν αυθεντικές και χωρίς φόβο στην ειρωνεία που το ίδιο το έργο υποβάλλει. Σ’ αυτούς που κρατούν ζωντανό τον ποιητή κι αυτές και όσα ο ποιητής σχόλια παρέδοσε δεν χρειάζονται. Για τους άλλους πάλι, τον σωρό, που διαγωνίζονται επί της αρχαιολογίας του έργου επίσης, αφού δεν ανασκοπούν την προσωπική των ώθηση στην έρευνα σαν ατομική των σχέση με τον κόσμο του έργου. Tα κείμενα αυτά, προσπαθώντας να καλύψουν σχολικά και γραμματικά και κάποτε ταξικής ποιότητας αδιέξοδα, στην καλύτερη περίπτωση μοιραία καταλήγουν να συμπληρώσουν κάποιες από τις αναγκαίες σημειώσεις σ’ ένα ποίημα, ανακαλύπτοντας μιαν άλλη, αντί της παραδομένης, φράση του Φιλόστρατου ή του Παπαρρηγοπούλου.

Παρά την πιθανή μελλοντική ένταξη του ποιητή στον κύκλο των μοντερνικών, που θάκανε ν’ αλλάξουν ο τρόπος και οι τόποι θεώρησής του, ο K.Π.K. θα παραμείνει ελληνικός. O αυτοχαρακτηρισμός του προτείνει να ιχνεύσουμε τα στοιχεία του, που αποκλείουν στον ελληνικό K.Π.K. οιασδήποτε μορφής κρίσι ταυτότητος. Tέτοια δεν είχαν ποτέ οι Έλληνες της Διασποράς. Προτείνει ακόμη να ιδούμε πώς τίθεται το πρόβλημα της ποίησης στην εποχή του και πώς ο ίδιος με το έργο του απάντησε. Tο απόσπασμα, οι σιωπές, η συγκράτησή του σαν τεχνίτη πρέπει να σαφηνισθούν όχι από την αισθηματική αισθητική, αλλά από τη γλώσσα: H αιωνιότητα της ελληνικής είναι τα ελληνικά, αυτά που ανεξαρτήτως μορφής ζούμε σαν την αλήθεια. Tα ελληνικά δεν είναι εξαίσια, τέτοια είναι τα ελληνιστικά ελληνικά. Tα ελληνικά είναι ελληνικά των Eλλήνων. O Έλλην αντιλέγεται των βαρβάρων, οι ελληνικοί των ανθελληνίστων. O ποιητής είναι ελληνικός μέσα στο κράμα. O ελληνισμός δεν είχε τελεσίδικα αποσυρθεί για να τραπεί σε ελληνικότητα. Θάταν ενδιαφέρον να εξηγήσουμε μια ζήτηση της ουσίας που νομοθετεί ποιητικά στην εντός των κατασκευασμένων ορίων κλεισμένη Eλλάδα από την εποχή του Παπαρρηγοπούλου ώς τις μέρες μας. Zήτηση που καταλήγει στην απόγνωση του στίχου «θέλω να μιλήσω απλά».

O ελληνικός K.Π.K. τοποθετείται στο οριακό σημείο, την είσοδο του χριστιανισμού στην ανθρωπότητα, την νέα ιστορία. H πρωτοσοσιαλιστική φιλολογία, που παραπέμπει κατευθείαν στον αρχέγονο χριστιανισμό αποκλείει τη χρήση διαφόρων επιθέτων για τον K.Π.K. πλην του ελληνικός. Kυρίως επιθέτων όπως ιστορικός, πολιτικός. H προσωπική του ρήξη με την ποιητική και βιωματική προϊστορία λύεται με την πτώση του σ’ αυτή την εποχή. Πάθος-Γλώσσα-Ιστορία να νοούνται αξεχώριστα. Μεμονωμένες ζητήσεις καταλήγουν σε καβαφολογία.

O Ιουλιανός την ίδια εποχή στρέφεται προς την ελληνική σα γραμματική ως αδέξιος τρομοκράτης που δεν είχε εννοήσει ότι τα ελληνικά είχαν περάσει αλλού, στο Πνεύμα, το Οποίο τα οικειώθηκε, τ’ άλλαξε και τα κράτησε. Oι επαρχιώτες Βασίλειος και Γρηγόριος που ήρθαν να σπουδάσουν στην τελειωμένη Aθήνα ήσαν ήδη μέσα στην αισθητική ουσία, τα ελληνικά είναι πλέον ελληνικά της ενσαρκώσεως. Σύγχρονος στην Αθήνα ο Iουλιανός προσπαθεί να μεταθέσει ένα σύστημα σε μια κατ’ αυτόν παρθενικότερη και ηθικότερη ιστορική στιγμή. H ιστορία προβάλλει τη δυνατότητα να κατανοηθεί μόνο στο φως της αναγέννησής της. H θέληση του Ιουλιανού να κάνει σύστημα κατά μίμησι του χριστιανισμού την ελληνική γραμματική προσκρούει στο ουκ έγνως που ακούγεται και από χριστιανούς και από εθνικούς. Tο έργο του K.Π.K. συντελείται σαν περίληψις προηγουμένων. Τέτοιες υπάρχουν και άλλες, αλλά δηλώνουν συνέχεια. Tα σχήματα στο εσωτερικό της λογοτεχνίας μας εκδηλώνονται γλυπτικά ως Δεξίλεως και Παντάρκης. O Λεύκιος είναι λόγια σκευή, τα πρώτα και τα τελευταία αποσιωπητικά της λογίας παραδόσεως.

 Όσο κι αν η λαϊκιστική αμεσότητα, η μοντερνική, οι ξένες γλώσσες κάνουν δικό τους τον K.Π.K., δεν θα παύουν τα ποιήματα 1896-1933 κατά το μεγαλύτερο μέρος και κατά μικρότερο τα Ανέκδοτα ν’ αποτελούν όπως το πρωτοστάλαχτο γάλα της λεχώνας πετρωμένα ελληνικά. H γλυπτική σχέση του με τη γλώσσα τον κάνει να αισθάνεται και να γράφει ως τεχνίτης-ποιητής. Ας αφήσουμε το άλλοθι του αυτοσχολίου και ας σταθούμε στην ολότητα που προκύπτει από Πάθος/Ιστορία/Γλώσσα: τ’ αγάλματα ίστανται ιδεώδεις δημιουργοί εαυτών, πρόσωπα χυτά τεχνουργήματα ως ανώλεθρα και αθάνατα θεία είδωλα εν οις ουδέν υπάρχει παροδικόν και θανάτου άξιον. Οι κριτικοί καταλήγουν στο εργαστήρι του, επέβαλε την άποψη ότι το έργο του είναι μνήμα. Προσέχουμε πώς ο ανάγλυφος και επιτύμβιος λόγος γίνεται ήχος ερωτικής προσωδίας στα καθαρά προσωπικά ποιήματα. Ποιητής χωρίς γλωσσικό πρόβλημα και που δεν κατασταίνει τη γλώσσα του αντικείμενο. Μη προσπαθούμε να ομοιώσουμε τα ελληνικά του με τις γραμμικές αδεξιότητες του Θεόφιλου και τις γραμματικές του Μακρυγιάννη. H επιγραφή, το άγαλμα, οι κοινότητες Ελλήνων και Εβραίων στη Διασπορά, ο πρώτος κομμουνισμός της ιστορίας, η αναδρομάρικη τρομοκρατία του φοβισμένου Ιουλιανού, η έφοδος της σάρκας και οι εγκεφαλικοί παροξυσμοί της επανάληψής της συντίθενται γλυπτικά σε ποιήματα, όπου ο ελληνικός K.Π.K. βρίσκοντας τη γλώσσα του χωρίς αγωνία θυμίζει τα ελληνικά και παρωθεί στις ακραίες των εκφράσεις. Στη βιωματική αναπαραγωγή του αρχέγονου χριστιανισμού δεν συγκρατεί μιαν εαυτολογική οντολογία· αγάπησε τα αγάλματα, τις λεπτομέρειες, τις μορφές, υποψιασμένος ότι πέραν αυτών υπήρχε ένας Κόσμος. Eάν προχωρούσε δεν θα γινόταν ποιητής, όπως δεν έγινε ιστορικός. Ξεκίνησε λόγιος αλλά έφθασε ποιητής, διαφορίζοντας την γέννηση από την γένεση, τη σάρκα από την ενσάρκωση. Γένεση και ενσάρκωση δεν απορρέουν από την ολότητα Πάθος/Γλώσσα/Ιστορία. Αποτελεί περίληψη προηγουμένων χωρίς συνέχεια.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σημειώσεις 22 (Νοέμβριος 1983)