Μορτ σεζόν, μαύρη περίοδος ανάμεσα στα Φώτα και στις Απόκριες. Μόνον η σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών, κι αυτή, πάλι μέσα στις αίθουσες, και πάντα υπήρχε κάποιος που δεν κατάφερνε να πει «Ναζιανζηνός».
Ο Ντράφκος ήταν Σαλονίκη και επιστρέφοντας μας έφερε τα νέα. Είχε πάει για παπούτσια με τη μάνα του και η μόδα άλλαξε. Τώρα, στη Βενιζέλου, ακόμη και στην Εγνατία, κοντά στο Βαρδάρι, οι βιτρίνες είχαν παπούτσια με κομμένη μύτη, τετράγωνα μπροστά. Όλα. Της ζήτησε τέτοια να του πάρει, αλλά δεν έφταναν τα λεφτά, και του πήρε απλά ξώραφα, μεγαλίστικα. Όλα τα μοντέρνα είχαν ένα τάλιρο παραπάνω, το λιγότερο.
Στα διαλείμματα, στην έξοδο της πίσω αυλής, όπου καπνίζαμε κάτι γόπες συνήθως από μεγάλα αδέλφια ή γονείς, ως επαναστατημένα νιάτα, σύγκολα με τους «αλήτες» που έβγαζαν τα τσουνιά τους έξω και έπαιζαν ξιφομαχία, μας απασχολούσε το νέο του Ντράφκου για δύο ζητήματα, ένα αισθητικό και ένα πρακτικό. Το αισθητικό ήταν καίριο. Είχαμε δώσει μάχες να καταφέρουμε το ζευγάρι των Χριστουγέννων του 1960 να είναι με μύτο, με οξεία κορυφή, μαύρο. Έτσι ταίριαζε με το παντελόνι σωλήνα, το μαύρο μάλλινο, που φορούσαμε καθημερινώς, ωσάν δέρμα αν και σακούλιαζε στα γόνατα από την πολυχρησία. Κι από πάνω, φαρδύ πουλόβερ μοχαίρ. Και τώρα, ανατροπή. Παπούτσια με κομμένη μύτη φάνταζε κάτι φλώρικο. Πιο φλώρικο κι από εκείνα τα μπλουτζίν που τα γύριζαν κάτω και φαινόταν η ανάποδη του υφάσματος, πιο ανοιχτόχρωμη και οι λελέδες τα φορούσαν με ελβιέλες. Κι αν για εμάς, τον Μπίλη ε μουά, που μεγαλοδείχναμε και αφήναμε τη χλόη στο πάνω χείλος, τα στενά παντελόνια μας εξομοίωναν με τους δεκαπεντάρηδες, τώρα θα έπρεπε, καθώς πλησίαζε η διετία όπου δικαιούμασταν καινούργια παπούτσια, να φοράμε πατούμενα κολοβά, που οι σωλήνες δεν θα κατέληγαν σωστά, στον μύτο. Πρόβλημα.
Το πρακτικό ζήτημα ήταν πως στις Απόκριες είχε πάρτι η Στέλλα και ήμασταν καλεσμένοι φυσικά, ως συμμαθητές. Συνήθως αράζαμε με την πλάτη σε έναν τοίχο και πίναμε το βερμούτ με παγάκια, κοντά σε μπαλκονόπορτα για να πνίξουμε κανένα άφιλτρο στον καθαρό αέρα, επειδή πάρτι κοριτσιών σήμαινε παρόντες γονείς. Με την νέα μόδα, θα μοιάζαμε με κοψονούρηδες γάτους, ή να επιλέξουμε τον ντεμοντέ δρόμο, να ντυθούμε σαν σπασίκλες.
Είχε αλλάξει κάπως και η μουσική. Εκτός το Ραναγουέι και τους κανούργιους τους Χαηγουέημεν που έμοιαζαν και ολίγον μίρλες, στα δισκάκια υπήρχαν παλιά ροκάκια και στη μόδα ήταν το Χιτδεροτζάκ που κανείς δεν ήξερε καν αν χορεύονταν.
Αποφασίσαμε να πάμε στο πάρτι με τα παλιά μας ρούχα, ελπίζοντας πως το σνομπάρισμα ήταν καλύτερο από μόδες της πλάκας. Εμείς δεν ασχολούμασταν με σερπαντίνες και κονφετί, μήτε καταδεχόμασταν τα μασκέ. Ήμασταν, υπό την δορά του καλόπαιδου, άγρια νιάτα, που οι άγνωστές μας κοπέλες του λυκείου μας ρωτούσαν τι τάξη πάμε, κι όταν λέγαμε «Πέμπτη» μας πίστευαν. Χώρια που είχαμε φιλήσει, ανκαι δεν νομίζω πως είχαμε φιληθεί.
Στο πάρτι της Στέλλας, πάθαμε πλάκα. Οι συμμαθήτριές μας ήρθαν με καινούργια ρούχα κάτω από τα παλτό τους. Και ψιλοβαμμένες. Σε τριάντα άτομα, μόνον πέντε αγόρια. Παράδεισος, διότι έτσι φαντάζαμε η επιτομή του ανδροδιώκτη. Η έκπληξη ήταν η μεταμόρφωση των κοριτσιών. Τα φουστάνια της μόδας, οι καβαδούρες καταχείμωνο και το μακιγιάζ με τα τονισμένα μάτια συν το κραγιόν, συνήθως καρμίνιο, είχαν αλλάξει την εικόνα τους με τις ποδιές και τα λευκά καλτσάκια και τα συναφή. Κυκλοφορούσαν με πορτοκαλάδες με φουσκωμένο μαλλί, όρθιο τελείως χάρη στις λάκ και επίτηδες βαθιά φωνή.
Χορεύοντας, τους ένοιαζε να μη πειραχτεί το σιδερωμένο τους φόρεμα και να μείνει τσίλικο και φανταχτερό το μαλλί. Ακατάλληλη στιγμή για φλερτ και κανένα εν επαφή σφίξιμο. Ήταν γεμάτες από την νέα τους ύπαρξη, οπότε φάγαμε στη μάπα κάτι ιταλικές βαρεμάρες και αποσυρθήκαμε στον τοίχο των κουτσομπόληδων.
Ώσπου έφτασε καθυστερημένος ο Ρεμβός, μεγαλύτερός μας, κατευθείαν από τα μπιλιάρδα. Διάλεξε την πιο εντυπωσιακή από τις ντάμες, την Τάμπα, την χόρεψε αποκλειστικά, παραβιάζοντας κάθε γιαννιτσιώτικο πρωτόκολλο, οπότε εκείνη του λέει εις επήκοον όλων «ζαλίστηκα, πάμε λίγο στο μπαλκόνι» και βγήκαν παραμερίζοντάς μας.
Κοιταχτήκαμε με τον Μπίλη και δεν χρειάστηκε να σκεφτούμε πως η Τάμπα επέπρωτο να δεχτεί το μουντάρισμα του Ρεμβού. Όντως, σε πέντε λεπτά, επέστρεψαν ανέκφραστοι και σε λίγο ο Ρεμβός χαιρέτισε και έφυγε. Τα άλλα κορίτσια τριγύρισαν την Τάμπα και ψιθύριζαν με γελάκια ώρα πολλή.
Η πίσω δεξιά πλευρά του φορέματός της, που ήταν τσαγαλί χρώματος, διέθετε μια κάθετη γραμμή από τρίψιμο σε ασβεστωμένο τοίχο, από τον ώμο έως την γάμπα. Διότι το πλαστικό χρώμα, το Αρτέξ, ήταν δυσεύρετο και ακριβό, και τα σπίτια, μπρος-πίσω, μέσα-έξω, τα έβαφαν τότε με ασβέστη όπου προσέθεταν λίγη κόλλα. Έτσι και ακουμπούσες τοίχο εξωτερικό, την έβαφες, κυριολεκτικά.
Καταμεσής της μορτ σεζόν, η συμμαθήτριά μας είχε προβιβαστεί σε φιλημένη.