Skip to main content
Τετάρτη 02 Απριλίου 2025
H ταπείνωση

Ήρθε ο λογαριασμός. Να αρχίσουν οι υπολογισμοί τι πήρε ο καθένας; Όχι δα, δεν γίναμε βορειοευρωπαίοι ακόμα, κρατάμε ως άνθρωποι κάποια ίχνη ελληνικότητας και αυθεντικότητας. Ευτυχώς. Απ΄ την άλλη, πάντα κάποιος θα ριχτεί έτσι, όχι; Κι αν δεν πρόκειται για ψιλορίξιμο και ριχτεί πέραν κάποιου ευλόγου ορίου; Τότε το αυθεντικό και το κολοκοτρωνέικο δεν θα ήταν να του πουν οι υπόλοιποι «Εσύ λιγότερα»; Τι μπλέξιμο. Το οποίο περιπλέκεται: καρτούλα ή μετρητά; Ναι, όχι, δεν γίνεται να πληρώσετε οι μισοί έτσι, οι μισοί αλλιώς. Λυπάμαι, δεν φταίμε εμείς, έτσι είναι: ή με κάρτα ή με μετρητά. 

Στο τραπέζι πάνω, όλα τα βρίσκεις και τα προλαμβάνεις εν τη γενέσει τους. Είναι η συνθήκη τέτοια. Τρώτε μαζί, είστε μια παρέα, είστε κοινωνοί μιας αρχέγονης τελετουργίας. Αν είναι να σηκωθεί κάποιος από τα τραπέζι για να πάει μέσα να πληρώσει με κάρτα, υπάρχει ήδη ο πρώτος χωρισμός από τραπέζης και κοίτης, το τραπέζι φεύγει, η τράπεζα και τα POS της έρχονται, η τελετουργία δίνει τη θέση της στον τεχνοκρατισμό, από συνδαιτυμόνας γίνεσαι ένας ακόμα πελάτης. 

Κατέληξαν να τσακωθούν. Θα πει κανείς για αυτό τσακώθηκαν; Δεν υπάρχουν ενδεχομένως πάντα κι άλλα από πίσω; Πάντα θα υπάρχουν κι άλλα από πίσω, μόνο αν συναντάς κάποιον για πρώτη φορά στη ζωή σου και μέχρι τότε σου ήταν και παντελώς άγνωστος, δεν υπάρχουν άλλα από πίσω. Αλλά με έναν τόσο άγνωστο δεν παίζει και να τσακωθείς. 

Γυρνώντας σπίτια τους θυμήθηκαν τους γονείς τους. Ναι, από τόσο παλιά πάνε, πώς να μην έχουν κι άλλα από πίσω. Κι εκείνοι τσακωνόντουσαν και μάλιστα συχνά. Για το ίδιο ακριβώς θέμα. Στις ταβέρνες, για τους λογαριασμούς. Για το ίδιο ακριβώς θέμα, αλλά με αντίστροφη αιτία. Όχι για το ποιος πρέπει να πληρώσει λιγότερο, αλλά για το ποιος επιμένει να κεράσει. Τους θυμούνται που τσακώνονταν θεατρικά. Κερνάω εγώ. Δεν θα κεράσεις πάλι εσύ. Πλήρωσα ήδη. Αποκλείεται, θα τα πάρεις. Λεφτά στον προφυλακτήρα, λαβές πάλης στην προσπάθεια να μπουν λεφτά στην τσέπη του άλλου. Οveracting. Επίδαυρος γάστρας. Δίπλα τα γυναικόπαιδα χορός. 

Πως γινόταν κάποτε; Πως γινόταν με έναν μισθό; Αυτό λένε τώρα στα μηνύματα που ανταλλάσσουν. Στο μυαλό τους. Στην καρδιά τους είναι ακόμα θυμωμένοι μεταξύ τους. Να περάσουν λίγες μέρες πρώτα. Μέχρι να τα ξαναβρούν. Μια μαλακισμένη παρεξήγηση ήταν. Η εποχή φταίει που καταλήγει να σε ταπεινώνει πρώτα εσωτερικά για το κάθε ευρώ, πριν φτάσει να σε οδηγήσει στην εξωτερίκευση της ταπείνωσής σου, δια της βαλβίδας εκτόνωσης των τσακωμών που ξαφνιάζουν και σένα τον ίδιο. OK, εντάξει, ταυτόχρονα κι ένα αίσθημα δικαίου κι ένα γαμώτο, αλλά τον αγαπάς τον παλιό σου τον φίλο με τα ελαττώματά του, όπως κι εκείνος σε αγαπάει με τα δικά του. Χόπφουλι δηλαδή.   

Δεν τους περισσεύουν. Και είναι ντροπή. Την οποία νιώθουν. Και κάπως πρέπει να τα βγάλουν πέρα. Και κάθε ευρώ που φεύγει από την τσέπη τους αχρεωστήτως, είναι ένα ευρώ που θα τους λείψει, ένα ευρώ το οποίο, τσακωθείς δεν τσακωθείς, θα σου δημιουργήσει μεγαλύτερο άγχος, μεγαλύτερη ανασφάλεια, μεγαλύτερη ταπείνωση, μεγαλύτερο θυμό, μεγαλύτερη ντροπή.