Μασσαλίας ή Σίνα χαμηλά λίγο πάνω από τη Σόλωνος υπήρχε παλιά ένα υπόγειο σουβλατζίδικο, από τα καλύτερα. Στη μέση ένα μεγάλο τραπέζι και γύρω στον τοίχο πάγκος. Σύχναζα εκεί από τα φοιτητικά μου χρόνια. Μια από τις φορές που το επισκέφτηκα κι έτρωγα ακουμπισμένος στο κεντρικό τραπέζι είδα μια κυρία, γνωστή της οικογένειάς μου με παιδιά στην ηλικία μου, να κάθεται στον πάγκο και να συντρώει με έναν αρκετά χρόνια νεότερό της, ένστολο, αστυνόμο. Αυτός μάλλον έτρωγε, αυτή ήταν απασχολημένη να του μιλάει με τρυφερότητα, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του και το σβέρκο του. Τα γαλανά της μάτια μέσα στη λαχτάρα και στην καλοσύνη.
Κοίταξα έκπληκτος, δεν είχε με είχε δει όταν έδωσα την παραγγελία όπως δεν την είχα δει αρχικά εγώ. Προσπάθησα να μη με γνωρίσει αλλά δεν τα κατάφερα. Ό, τι συνέβη, συνέβη ταχύτατα. Ένιωσε το βλέμμα μου πάνω της και με γνώρισε. Της έγνεψα και τη χαιρέτησα, αμήχανα υποθέτω, αγνοώντας το πλαίσιο στο οποίο βρισκόταν εκείνη τη στιγμή. Ανταπόδωσε το χαιρετισμό, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Ανταλλάξαμε τυπικότητες.
Το περιστατικό συνέβη πριν τριανταένα χρόνια. Η κύρια, η γνωστή, θα ήταν γύρω στα εξήντα τότε κι εγώ μόλις είχα πατήσει τα τριάντα.
Μπορώ πλέον να γράψω γι’ αυτό δίχως να νιώθω αμήχανα, άβολα.