Skip to main content
Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024
Harry "Rabbit" Angstrom: μισογύνης, ρατσιστής και εγωκεντρικός;

Υπάρχει άραγε ζωή μέσα σε μια τετραλογία (1500 σελίδες, δύο Πούλιτζερ λογοτεχνίας) που έχει γραφτεί με μια στάση ανά δέκα χρόνια –από το 1960 μέχρι το 1990– και όπου ο ήρωάς της, ο Χάρι “Ράμπιτ” Άνγκστρομ, είναι ένας μισογύνης, ρατσιστής και εγωκεντρικός λευκός Αμερικάνος; Το έργο του Τζον Άπνταϊκ είναι ένα μυθιστόρημα –σε τέσσερις δόσεις– αφοπλιστικής ευθύτητας και προσήνειας που σε περικυκλώνει σιγά σιγά μέσα από τη σταδιακή εργαλειοποίηση των δικών σου βεβαιοτήτων· βεβαιοτήτων που τελικά στρέφονται εναντίον σου.
 
Το πρώτο βιβλίο (Rabbit, Run), που γράφεται όταν ο Άπνταϊκ είναι είκοσι οκτώ ετών, θα στεκόταν ως ένα αυτοτελές δημιούργημα για τη σπίθα που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια της νεότητας. Με αυτό τον σκοπό, εξάλλου, το είχε γράψει τότε, κάπως διστακτικά, ο νεαρός συγγραφέας του. Ένα βιβλίο που τελειώνει με τον Ράμπιτ να το έχει βάλει στα πόδια θα κόμιζε εντελώς διαφορετικές συνδηλώσεις, αν δεν το ακολουθούσαν οι συνέχειές του. Γιατί βέβαια, όταν ο Άπνταϊκ ξαναπιάνει τον ήρωά του στο δεύτερο βιβλίο (Rabbit Redux) καταφέρνει να αποτυπώσει μια αντίστιξη από το γεγονός και μόνο ότι τελικά ο Ράμπιτ επιστρέφει, ξανά, στο προσκήνιο· στον μυθοπλαστικό ορίζοντα του συγγραφέα του. Μπορεί το πρώτο βιβλίο να τελειώνει με τον Ράμπιτ να τρέχει, σα να εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία, αλλά στο δεύτερο είναι και πάλι παρών· στο ίδιο σημείο. Δεν έχει χωρίσει τη γυναίκα του, δεν έχει δραπετεύσει, δεν έχει ανακαλύψει την πολλά υποσχόμενη σπίθα κάτω από την επιφάνεια της νεότητας, που, στα τριάντα έξη του χρόνια συνεχίζει να λάμπει δια της απουσίας της. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το πρώτο βιβλίο, αφ’ ης στιγμής γεννιέται το δεύτερο, δεν μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα. Γιατί η συνέχεια δεν αναφέρεται μόνο σε αυτά που θα διαβάσει ο αναγνώστης, αντλώντας από το πρώτο βιβλίο, αλλά και σε αυτά που είχε διαβάσει στο πρώτο βιβλίο και που τώρα εμφανίζονται υπό το φως όσων έπονται. Το αμφίδρομο αυτό άνοιγμα του ερμηνευτικού ορίζοντα προσφέρει στον συγγραφέα, αλλά και στον αναγνώστη, ακριβώς αυτό: έναν ορίζοντα. Έναν ορίζοντα για να κερδίσει ο ήρωας την απαραίτητη μυθοπλαστική αξιοπιστία, ώστε, ακόμη και ένας χαρακτήρας σαν τον Ράμπιτ, να αποκτήσει το κρίσιμο βάθος που θα τον κάνει τελικά, αν όχι αξιαγάπητο, αξιανάγνωστο. 
 
Και το τονίζω αυτό γιατί ο Ράμπιτ είναι πραγματικά αξιομνημόνευτη περίπτωση λογοτεχνικού ήρωα. Όχι γιατί τον χαρακτηρίζουν αρετές, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι του προσδίδουν μυθιστορηματική υφή, αλλά γιατί ο Ράμπιτ στερείται αρετών. Αν άλλοι συγγραφείς (όπως για παράδειγμα ο Ρίτσαρντ Φορντ) έχουν ενσταλάξει στο alter ego τους κάποιες αρετές τους, που γίνονται ίσως πιο εύκολα διακριτές, η περίπτωση Ράμπιτ, είτε σε σχέση με το δημιουργό της, είτε ανεξάρτητα, γεννάει διαρκώς στον αναγνώστη μια απορία: τι εξυπηρετεί τελικά η εξιστόρηση της ζωής ενός μισογύνη, ρατσιστή και εγωκεντρικού χαρακτήρα που κινείται από το ένα ατόπημα στο άλλο με την ελαφράδα εφήβου;     
 
Αλλά το ερώτημα είναι παραπλανητικό. Και αν δεν μπορεί κανείς να κοιτάξει πέρα από αυτό, θα αναλωθεί σε μια ρητορική που εξυπηρετεί περισσότερο μια ατζέντα του πολιτικώς ορθού, παρά τις αυθεντικές προεκτάσεις των τεσσάρων βιβλίων. Όταν ένας συγγραφέας του βεληνεκούς του Άπνταϊκ κατασκευάζει με μετρονομική συνέπεια (ανά δεκαετία) ένα μυθιστόρημα που ακολουθεί τη ζωή τού ήρωά του, θαρρώ ότι έχουμε υποχρέωση να κοιτάξουμε τα βιβλία αυτά υπό άλλο πρίσμα. Τα ομολογουμένως πολλά αρνητικά που προσάπτονται στον χαρακτήρα τού Ράμπιτ, στα οποία διαρκώς αναλώνονται κριτικοί και αναγνώστες τα τελευταία χρόνια, είναι κατά κάποιο τρόπο κομμάτι της δοκιμασίας. Γιατί η τετραλογία του Άπνταϊκ μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί ως ένα μεγάλο μυθιστόρημα διάπλασης, χωρίς βλέψεις σε κρυπτικά και υποδόρια νοήματα. Εξάλλου, ο ήρωας, αλλά και ο ίδιος ο δημιουργός, όπως δηλώνει στην εισαγωγή, δεν επιθυμούν να ανήκουν στην κατηγορία των στοχαστών και ηθικολόγων. Γι’ αυτό, η δυσκολία εντοπίζεται στο να πείσει κανείς το κοινό ότι ο Ράμπιτ, τελικά, έχει μια μανιέρα σκέψης, παρότι οι πράξεις του διαρκώς υποδηλώνουν ότι δεν είναι άνθρωπος της σκέψης.
 
 Ο Ράμπιτ είναι ο κατ’ εξοχήν ήρωας που στερείται εσωτερικότητας. Κατά κάποιο τρόπο –κατά πολλούς τρόπους– ο Ράμπιτ είναι εξ ολοκλήρου ένα αισθητήριο όργανο που πάλλεται και αντιδρά με τη ζωικότητα, τη ζωτικότητα και την αμεσότητα του ζώου. Ο Ράμπιτ αναδεικνύει την κυριαρχία αυτού του αισθητηριακού υπόβαθρού του τις στιγμές εκείνες που ο Άπνταϊκ τον κάνει να φαντάζει τρυφερός και ανθρώπινος. Έτσι, μια στιγμή εναρμόνισης με τα συναισθήματα της συντρόφου του δύναται να συνυπάρχει με ένα καταιγισμό ανάρμοστων σκέψεων, ορμώμενων από τον ίμερο που νιώθει προς τη γυναίκα του φίλου του (Rabbit Is Rich, σ. 978). Δίπλα στο πιο τρυφερό και στοργικό αποδελτιώνεται το πιο σαρκικό και ζωώδες. Ο Άπνταϊκ αποτυπώνει με τόση λεπτομέρεια αυτές τις μεταπτώσεις, ώστε στο τέλος, ο αναγνώστης αρχίζει να διερωτάται αν πραγματικά συνιστούν μεταπτώσεις και όχι την εξύφανση του πολυποίκιλου και πολυσχιδούς υποβάθρου που υπαγορεύει την καλειδοσκοπική σύσταση των περιεχομένων του νου. Υπάρχει ένα εκπληκτικό σημείο στο τρίτο βιβλίο, όπου ο Ράμπιτ συναντά μια νεαρή γυναίκα για την οποία έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι είναι η κόρη του, από μια εφήμερη σχέση του παρελθόντος του. Και καθώς την εποφθαλμιά, με βλέμμα πατρικό και συνάμα ερωτικό και διακρίνει στο μπλε χρώμα των ματιών της το δικό του μπλε, διερωτάται αν το ηβικό της τρίχωμα έχει το ίδιο τζίντζερ (sic) χρώμα με αυτό της μητέρας της. Και εκεί ο συλλογισμός του ολισθαίνει για να θωπεύσει, νοερά πάντα, την «[...] καμπύλη [του αιδοίου της], όπου μια στοργική ολάκερη γυναίκα φαντάζει να απέχει [ανατομικά] ελάχιστα, όπου ένα άσχημο πέος δεν κρέμεται σαν λουκάνικο με μπλαβιές φλέβες. Τα μάτια της το μπλε του: υπέροχο να σκέφτεται ότι έχει μεταμορφωθεί σε μουνί· μυστικό μήνυμα των γονιδίων μέσα από όλα αυτά τα πηγαινέλα όλα αυτά τα χρόνια [...]», («[...] That curve where a tender entire woman seems an inch away around a kind of corner, where no ugly penis hangs like a sausage on the rack, blue-veined. Her eyes his blue: wonderful to think that he has been turned into cunt, a secret message carried by genes all that way through all these comings and goings all those years [...]», Rabbit Is Rich, σ. 650-651, δική μου μετάφραση). Αυτός είναι ο τρόπος της καθολικής εμπλοκής τοy Ράμπιτ στο αισθητηριακό. Και ο Άπνταϊκ καταβάλλει προσπάθεια για να μας δείξει ότι μόνο μέσα από αυτό τον λανθάνοντα ερωτισμό μπορεί να αντικρίσει, με τη διαμεσολάβηση των γονιδίων του, το χρώμα των ματιών του και κατ’ επέκταση τον ίδιο του τον εαυτό, που στέκεται μπροστά του όχι με τη μορφή μιας γυναίκας, ως η προσωπικότητα της υποτιθέμενης κόρης του, αλλά ως «μουνί». Που εδώ, πιστέψτε με, αυτό το «μουνί» δεν διαβάζεται σεξιστικά και μισογυνικα, αλλά ως τον μόνο τρόπο που ο Ράμπιτ μπορεί να ψυχανεμίζεται το επέκεινα, ένα πέρα ως πέρα σαρκικό επέκεινα, όπου ο ίδιος βάζει το λιθαράκι του στην αιωνιότητα και συνεχίζει να ζει μέσα από τα γονίδιά του, που τώρα είναι τα γονίδια της κόρης του. Αυτή είναι η μανιέρα σκέψης του Ράμπιτ. Και όσο κι αν ο αναγνώστης συνεχίζει να αμφισβητεί τον ήρωα, που εμφανίζεται τόσο απερίσκεπτος, τόσο αμέτοχος, τόσο εκτός τόπου και χρόνου σε σχέση με τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα γύρω του, δεν μπορεί παρά να του αναγνωρίσει μια συνέπεια. Γιατί στην απλοϊκότητα της απερισκεψίας τοy Ράμπιτ συναντάει ουκ ολίγες φορές τον ίδιο του τον εαυτό, όσο κι αν το αρνείται αυτο. Αυτή ακριβώς είναι η εργαλειοποίηση των βεβαιοτήτων που στρέφονται τελικά εναντίον του αναγνώστη, που ανέφερα στην αρχή. 
 
Το δημιούργημα του Άπνταϊκ έχει το πλεονέκτημα να εφορμά από κάτω προς τα πάνω: ο Ράμπιτ είναι ένας χαρακτήρας χθόνιος, που ξεκινάει από χαμηλά. Δεν τον χαρακτηρίζει καμία ηθική ανωτερότητα, καμία ευλυγισία πνεύματος· το πνεύμα απλώς δεν είναι το στοιχείο του. Γι’ αυτό ο αναγνώστης εύκολα υιοθετεί μια υπεροπτική στάση απέναντί του. Μπορεί ο συγγραφέας να μην ηθικολογεί· να μην αποπειράται να νουθετήσει, αλλά ο αναγνώστης, πρόθυμα, αναλαμβάνει τον ρόλο και αφήνεται να απολαμβάνει αφ’ υψηλού τα λάθη επί λαθών του ήρωα. Όσο πιο σίγουρος λοιπόν νιώθει κανείς για την ηθική του υπεροχή, όσο πιο έντονα διακατέχεται από έναν αέρα υπεροχής τόσο πιο γλυκά θα παγιδευτεί στα θέλγητρα των ελλειμμάτων του. 
 
Ο Ράμπιτ πάσχει από μια κλασική προβληματική που κατά βάθος χαρακτηρίζει την αντίληψη όλων μας: πώς θα καταφέρει κανείς να διδαχθεί κάτι νέο; πώς θα καταφέρει να αντιληφθεί κάτι το οποίο δεν μπορεί να αναγνωρίσει, καθώς δεν τον γνωρίζει; «Η προσοχή είναι ένας φακός που φωτίζει μόνο αυτά που ήδη γνωρίζει», λέει ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ στη «Φαινομενολογία της Αντίληψης». Πώς όμως διευρύνεται αυτός ο φακός, έτσι ώστε να εγκολπώνεται νέες πληροφορίες που θα τροφοδοτήσουν την αντίληψη και θα βρουν, κατ’ επέκταση, τον δρόμο τους προς τον συλλογισμό και τις σκέψεις; Στην αρχή του πρώτου βιβλίου, όταν ο Ράμπιτ έχει παρατήσει γυναίκα και παιδί και βρίσκεται καθ’ οδόν προς το Νότο θα ακούσει να του δίνουν μια συμβουλή: «ο μόνος τρόπος για να φτάσεις κάπου, είναι να έχεις αποφασίσει πού πηγαίνεις, πριν φτάσεις εκεί που πηγαίνεις» (Rabbit, Run, σ. 26, δική μου μετάφραση). Ο Ράμπιτ θα βρεθεί πάλι –τριάντα χρόνια αργότερα καθ’ οδόν προς τον Νότο και έχοντας εγκαταλείψει ξανά την οικογενειακή εστία– να αναλογίζεται την ίδια συμβουλή (Rabbit at Rest, σ. 1448). Μόνο που αυτή τη φορά βρίσκεται σε θέση να κατανοεί το νόημά της. Και για έναν άνθρωπο σαν τον Ράμπιτ· για έναν άνθρωπο που η σκέψη δεν ήταν ποτέ το δυνατό του σημείο, η διεργασία για να μπορεί να κατανοήσει «πού πηγαίνει, πριν φτάσει εκεί που πηγαίνει», έχει συντελεστεί διαμέσου της μόνης διαδικασίας που χαρακτηρίζει κάθε ζωντανό οργανισμό: την αέναη δοκιμή «σωστού» και «λάθους», όπως αυτή αποτυπώνεται αισθητηριακά στο σώμα μέσω της εναλλαγής «πόνου» και «ευχαρίστησης»: της μόνης οδού που υπάρχει προς τη γνώση. Ο φακός της προσοχής διευρύνεται μόνο μέσα από αυτή την επίπονη και επώδυνη σωματική διαδικασία. Αν ο Άπνταϊκ τελικά θεωρητικοποιεί μέσα από την τετραλογία και προσφέρει στον αναγνώστη κάποιο συμπέρασμα, αυτό συνίσταται στην υπεροχή του σώματος απέναντι στη (στείρα) σκέψη και θεωρία. Γιατί ο Άπνταϊκ, μέσω της προσωπικότητας του Ράμπιτ, που τόσο έχει διχάσει κριτικούς και αναγνώστες, διατείνεται κάτι πολύ ταπεινό: ελάχιστοι από εμάς ξεφεύγουν τελικά από τη χρήση (και πολλές φορές ad nauseam κατάχρηση) του διπόλου «πόνου» - «ευχαρίστησης» για την εύρεση της οδού που μας κάνει να γνωρίζουμε πού πηγαίνουμε, πριν φτάσουμε εκεί που πηγαίνουμε. Γι’ αυτό λοιπόν, ο Ράμπιτ, όσο κι αν κάποιοι τον κοιτάζουν υποτιμητικά από το ύψος της άμεμπτης ηθικής τους, ας έχουν υπόψη τους ότι κι εκείνος, με τη σειρά του, στέκεται και μας κοιτάζει με απορία, αλλά και υπέρμετρη υπομονή.     

— Οι σελίδες αναφέρονται στην έκδοση Rabbit Angstrom – A TetralogyEveryman’s Library, No. 214, 1995.