Skip to main content
Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024
I-10

Ο φακός πίσω από το τζάμι φώτιζε επίμονα το πρόσωπό μου. Στη μνήμη μου το δικό του πρόσωπο, θαμπωμένο από τη λάμψη. Εντολή του να μην οδηγήσω μέχρι να κοιμηθώ, να βεβαιωθώ ότι ξεκουράστηκα με ύπνο πριν ξαναπιάσω τιμόνι. Χαμήλωσα την πλάτη του καθίσματος, σχεδόν οριζόντια, και συνέχισα να κοιτάω το φως. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα πριν το δω να απομακρύνεται στο σκοτάδι, πίσω από το αυτοκίνητό μου.

Τα Χριστούγεννα του '94 και η Πρωτοχρονιά του '95 έπεσαν Κυριακή. Δύσκολο αυτό, δυσκολότερο αν ζεις και εργάζεσαι στις ΗΠΑ. Κάθε μέρα αργίας πολύτιμη και στα 32 το να περνάς καλά επιβάλλεται. Είχα ανέβει στο Φοίνιξ και τα στρίμωξα όλα σε πακέτο 24ώρου, σε κάρτα απεριορίστων. Κινηματογράφο, εορταστικά γεύματα, σε μπαρ με την παρέα μετά την αλλαγή της χρονιάς, ψώνισμα, πέρασμα από το σπίτι της νέας γνωριμίας πριν την επιστροφή. Δύο ώρες διαδρομή μέχρι το Τούσον.

Στην επιστροφή, πριν από τη γέφυρα του Χίλα (γράφεται Gila, παραπόταμος του Κολοράντο), ένιωσα ξαφνικά τη νύστα, θα ήταν περασμένες εννιά. Κατέβασα για λίγο το παράθυρο, κρύος αέρας, και με το ραδιόφωνο στη διαπασών τραγουδούσα να επιστρέψω στην εγρήγορση, μιάμιση ώρα οδήγησης απέμενε.

Λίγο πιο νότια, οι προβολείς περιπολικού από πίσω. Σταμάτησα στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης, έβγαλα τα χαρτιά και τον περίμενα. Ήρθε στο σκοτάδι με τον φακό, κοίταξε και με ρώτησα αν μ' έπιανε ο ύπνος καθώς οδηγούσα. Are you falling asleep at the wheel, sir? Ζήτησε να βγω έξω και να περπατήσω. Είχε πέσει η θερμοκρασία, συνήλθα τρομαγμένος, περπάτησα. Βεβαιώθηκε και δεν μου έκανε αλκοτέστ. Είχα να πιω από το προηγούμενο βράδυ. Αλλά η νύστα της εξάντλησης. Το κατάλαβε από τον τρόπο που οδηγούσα, φαινόταν – αυτό μου είπε.

Έμεινα ακίνητος και με πλησίασε. Τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος, πιο κοντός και ψωμωμένος. Τσικάνο με σκούρα χαρακτηριστικά μάτια, γυαλιά, μουστάκι και γκρίζο μαλλί.

Μου είπε να οδηγήσω αργά μέχρι τον επόμενο σταθμό εξυπηρέτησης. Αυτός θα ακολουθούσε. Θα πάρκαρα κι αυτός θα σταματούσε πίσω μου, θα έβγαινε από το περιπολικό να βεβαιωθεί ότι είχα ξαπλώσει. Θα έκλεινα τα μάτια μου, θα κοιμόμουν...

Έφυγε, ανασηκώθηκα να δω το περιπολικό ν' απομακρύνεται. Δεν διανοήθηκα να την κάνω. Ξάπλωσα, ξεράθηκα και ξύπνησα πρωί κουλουριασμένος στο κρύο. Χάραζε από τη μεριά των Τορτολίτα μακριά στα νοτιοανατολικά κι έμεινα τυλιγμένος στο μπουφάν μέχρι να σηκωθεί ήλιος να ζεστάνει μέσα απ' το τζάμι. Γύρω μου παρκαρισμένοι κι άλλοι, πιο μέσα νταλίκες. Πήγα στις τουαλέτες προς νερού μου, δεν είχε φαγητό εκεί, και μετά οδήγησα μέχρι την έξοδο στην Κάζα Γκράντε για καφέ και πρωινό.

Έφτασα σπίτι, πλύθηκα κι ετοιμάστηκα για δουλειά. Δεν είχα αργήσει. Σκέφτηκα την επόμενη αργία που ήταν η Ημέρα των Πεσόντων στα τέλη Μαΐου. Ούτε Καθαρές Δεύτερες, ούτε Ευαγγελισμοί, ούτε Μεγάλες Παρασκευές -  τίποτα. All flat τραγούδησε ο Kenneth.

Το τηλέφωνο εκείνου του αρκούδου που συνάντησα στο μπαρ θα υπάρχει ακόμα στο παλιό καρνέ, αν κάτι το φέρει πάνω στον αφρό των 60 χρόνων. Tom ήταν τ' όνομά του. Δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να ξανατηλεφωνήσω. Τον έφερα στη μνήμη τώρα που βάζω σε τάξη τις ψηφίδες εκείνης της Πρωτοχρονιάς. Εκείνον τον αστυνόμο όμως τον θυμάμαι συχνά, υποθέτω κάθε Πρωτοχρονιά.

Η ένδεια του κορμιού, το κορμί μια καταβόθρα στέρησης που σμίλεψαν και λείαναν χίλιες ανάγκες. Monster. Κάποτε ταΐζουμε την ανάγκη φωναχτά σε εκτόνωση. Κάποτε μας μίλησε ψιθυριστά. Όπως όταν αποζητούσε κουλουριασμένα το άγγιγμα. Δύσκολο ήταν ν' ακούσουμε καθαρά μέσα στο θόρυβο της εξάντλησης. Η ηχώ όμως παρέμεινε κι ακούγεται τώρα, σε πείσμα του χρόνου, κρύσταλλο.

Tags: