Βαρούγανε τους Σέρβοι μια χρονιά πριν την αλλαγή αιώνος με εμπλουτισμένο ουράνιο και είχα σκάσει, βγάζοντας ακουαφόρτε από τον εγκέφαλο. Με την διαδοχή των σκέψεων, κατάλαβα πανικόβλητος πως δεν έβγαινε επικολυρικό ποίημα, ακόμη κι αν με βομβάρδιζαν με Στούκα. Το μυαλό μου έτρεξε στα βουνά, σε αντάρτικο και να τη βγάζω με χαρούπια και λάγαρο νεράκι της πηγής στο φρύδι του Πάικου όρους, πέρα από τη Σλάτινα, στο Κόζουχ και στη Τζένα. Απλώς να είχα τρόπο μέσω Κούπας και Σκρά να κατεβαίνω στο Κοτζά Ντερέ, να συλλέγω κόκκινες καραβίδες του γλυκού νερού, να πορεύομαι. Τελείως αγανακτισμένος, το προλαβαίνω στη Φαραώνα. Το και το. Ήσκασα. Θα ανέβω στο Πάικο, σε γιατάκι να κοιμάμαι με τους Μογλενιτόβλαχους και να βρω καραμπίνα. Εκείνη δε μίλησε. Απλώς, ενώ έψαχνα στη ντουλάπα στολές και κουρέλια παραλλαγής και βρήκα μάχαιρα με καλή λάμα, την ακούω να μιλάει στο τηλέφωνο. Στον Φίλο μας τον Μπίλη.
«Βασίλη» του έλεγε μαγκωμένη. «Αυτός θέλει να ανέβει στο Πάικο να κάνει αντάρτικο!» Ο «αυτός» ήμουν εγώ και Βασίλης ήταν ο Μπίλης, κοινός φίλος και μπράτιμος που τον ήξερα από την εποχή των ναπάλμ του Γράμμου. Τον άκουσα να απαντά: «μη κουνιέσαι, μη κάνεις τίποτε, έρχομαι».
Τότε ζούσαμε Καραμπουρνάκι με τον γάτο Φιρούζ τάχα για τη θέα, αλλά βλέπαμε μόνο μια κουρτίνα από πεύκα γεμάτα κάμπιες. Ο Μπίλης ήρθε σε μία ώρα, με μπουφάν, που τα σηκωμένα μανίκια παρέπεμπαν σε Σταλόνε, με αμερικάνικες μπότες και τα φρύδια σε σχήμα λάμδα. «Τι λέει πάλι αυτός ο μαλάκας;» ρωτάει τη Φαραώνα και αρπά ένα τασάκι να φουμάρει. Εκείνη του εξηγεί. Ξύπνιος ήταν, κατάλαβε σε δύο λεπτά.
«Δεν έχει πάικο και μάικο» εξηγεί. «Να μεταναστεύσετε. Να εκτονωθείτε. Βράσατε τόσα χρόνια.» Άδραξε το τηλέφωνο. Βρήκε τον αδελφό του στην Αμερική και τον ρωτάει : «Πόσο πάει ένα σπίτι κανονικό στη Βόρεια Καρολίνα;». Πήρε απάντηση και το 'κλεισε ευχαριστημένος. «Σε σάμπερμπς υπάρχουν με τριάντα χιλιάρικα σπίτια με αυλή κι απ' όλα. Θα μεταναστεύσετε εκεί. Η ζωή είναι όπως εδώ και θα 'ρχομαι να σας βλέπω».
Δεν άντεχα, θυμάμαι τους πλησιασμούς στην αλλαγή αιώνων, ιδίως όταν κύριο θέμα ήταν οι πεποιθήσεις του Πάκο Ραμπάν για τον καταρρέοντα χρόνο. Όποτε ρίχνω ένσταση: «Βα-βα-βασίλη, και με τι θα ασχολούμαστε; Θυμάμαι έναν συμμαθητή στο Γιόρκ που εκθείαζε τις Καρολίνες επειδή από εκεί έβγαινε παραθαλάσσια ο καπνός της Ζιτάν, αλλά πώς να γενούμε τσιγαράδες στας δυσμάς του βίου;»
Ανέχτηκα στωικά το βρισίδι του που με τύλιξε. Από όλους τους ανθρώπους που συνάντησα αυτός ήταν ο μόνος που δεν χάραζε χαμόγελο τα μάγουλά του όποτε τραύλιζα. Αλλά εδηλώθηκε αρνητικά. «Εγώ έχω τι να κάνω στην Αμερική, θα βοηθήσει και το αδερφάκι μου. Η Φαραώνα θα φτιάχνει μικροϋφαντική. Εσύ βρε χαμένο πατσίδι, παρεκτός που κουνάς την χέρα ευχαριστημένος όταν χορταίνεις φαγητό, τι άλλο μπορείς να κάνεις;»
«Θα γράφω τραγούδια» του λέω, «παινεύοντας την Βόρειο Καρολίνα, όπως η Βουγιουκλάκη παίνευε την Νότια Καρολίνα σε ένα τσατσά του Χατζιδάκι». Εκεί κολλήσαμε. Αμερική ήταν και η όποια τέχνη μεταπολεμικών όντων απαιτούσε επιστροφή στη νεότητα, νεότητα που δεν είχαμε πλέον. Αρχίσαμε λοιπόν τις αναμνήσεις και τις πλάκες, σατιρίζοντας, με δάκρυα από τα γέλια.
Πάνω στην ώρα πέρασε σαν το σίφουνα η κορούλα μου, με βιάση, για κάτι που θυμήθηκε και ήθελε να ρωτήσει. Κατά το έθος γέλασε και αυτή, αποχαιρέτησε και έφυγε. Συγκινημένος, όπως πάντα, στην όψη των παιδιών μας που μεγάλωναν, της είπα γλυκά: «γεια σου πουλ πουλ πουλ πουλ. . . », εννοώντας «πουλάκι μου» οπότε η Φαραώνα την κοίταζε από το παράθυρο και με διέκοψε με τακτ: «Σταμάτα τα πουλπουλ, έφυγε το παιδί, είναι στη στάση του ΟΑΣΘ» οπότε για τους τρεις μας η Καρολίνα, βόρια ή νότια, έσβησε γλυκά και τρύπωσε στο κατάστιχο των γελαδερών αναμνήσεων. Και μονομιάς οι βομβαρδισμοί με το εμπλουτισμένο ουράνιο ξεχάστηκαν.
Η βόρεια Καρολίνα