Τίποτε δεν ζήσαμε ακόμη. Οι χριστουγεννιάτικες ιστορίες με την απαστράπτουσα λίρα που ο Σκρουτζ εμπιστεύτηκε στο αλάνι για να του γεμίσει με καλούδια το τραπέζι, είχε, σήμερα αξημέρωτα την εικόνα μιας κόμης κοντοκουρεμένης που έφερε μια γρηούλα (τέσσερα χρόνια μικρότερα χρόνια μικρότερή μου!) και σε δεύτερο πλάνο να σπρώχνει ένα τροχήλατο από σουπερμάρκετ, με μόλις διακρινόμενες γάμπες γεμάτες οιδήματα. Ο τηλεσκηνοθέτης μάλλον δεν εικονογράφησε την σκηνή από το Lidl για την πελάτισσα που έκρυψε καλούδια για να προσφέρει γεύμα στα παιδιά της, αλλά έστειλε μάλλον βοηθό με κάντιτ κάμερα να μοντάρει μια αληθοφανή εικόνα μιας κλέφτρας που μετανόησε.
Δεν έχετε ιδέα, καταλήγω. Από τη μακαριότητα των σέβεντις, που μας δίδασκαν οι έμπειροι πως να φτουρήσουν τα λεφτά μας, για να τηλεφωνήσομε σε συγγενείς και στην εκάστοτε καλή μας, μέσω ενός νομίσματος δεμένου με πετονιά, να αιωρείται σε μία από τις δεκάδες συσκευές ενός τηλεφωνικού ορμαθού, έως το αυτοκόλλητο τίποτε που έβγαινε με τέχνη και αφαιρούνταν από ένα μπουκάλι αλκοόλ και κολλούσε σε ένα πακέτο χαρτοπετσέτες, πέρασε μπόλικη διαχρονικά εξελιγμένη κλεψιά που ο φοιτητόκοσμος και οι εμιγκρέδες διαφήμιζαν με υπερηφάνεια. Άσε την εγκάρδια υποδοχή σε ξένη χώρα, ενός φιλάρα απένταρου που του κάναμε επίσκεψη και, απένταρος ων, έβγαινε αδύνατος και επέστρεφε χοντρός, ελαφρώνοντας αμείλικτα την κοντινή μαρκέτα.
Αυτό που είδατε με την γιαγιάκα, σήμερα θα πολλαπλασιαστεί επί εκατό και μεθαύριο από πέντε χιλιάδες απόπειρες. Θα πρωτοτυπήσουν απένταρες φυλές και λαφροχέρηδες απελπισμένοι. Ο κατάλογος των παραβάσεων από πταίσματα σε ληστείες θα ακολουθήσει την μαύρη βίβλο που μας δίδαξε η απομόνωση και η πανδημία: πρώτα φόνοι γυναικών, είτα παιδοκτονίες, ληστείες καθημερινές, ενίοτε με βία, επακουμβήσεις επί ανηλίκων κι ένα αστυνομικό δελτίο να βογκάει, και ο Ρουβίκωνας να ασκεί συχνότερα την εξάσκηση διάβασης του ομώνυμου ποταμού, χώρια το βρωμόξυλο και το στρίμωγμα σε τυφλές γωνίες.
Και μη μου εναντιώνεστε, επειδή ο κόσμος βλέπει και κάνει. Ανάλογα με την πειθώ, η δυσπιστία κανοναρχεί τις σχέσεις Ρώσων, Ουκρανών, Κιοβιτών και του Ντονμπάς και ο πόλεμος να οδηγείται από κλασικά δύσπιστους Εγγλέζους που ακούνε τους Αμερικάνσκη και λοιπά, και λοιπά.
Η φτώχεια είναι επακολούθημα και συνέπεια της αψιλίας και ζήτημα ελαστικότητας των τύψεων. Φυσικά, οι τελευταίοι που θα συνέρθουν είναι οι κυβερνήτες, αλλά αυτά είναι γνωστά από εποχές προ Χριστού και προ Χαμουραμπί.
«Κι εγώ πονώ, κι εσείς πονείτε/ μα δε φωνάζουμε και μήτε/ καν ψιθυρίζουμε γιατί/ η μηχανή είναι βιαστική/ στη φρίκη και στην καταφρόνια/ στον θάνατο και στην ζωή»
Από την Πρετόρια του 1942, «τρι και τρι και τρι/ τι γλυκιά που είν' η ζωή/ τι γλυκιά και τι πικρή/ τρι και τρι και τρι».