Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Η νόσος της λογοτεχνίας

«Πώς θα καταφέρουμε να εξαφανιστούμε;» Μορίς Μπλανσό

Ακούω πάντοτε με συγκατάβαση συγγραφείς και σχολιαστές όταν καταπιάνονται με τις απειλές προς τη λογοτεχνία· απειλές που υποτίθεται ότι θα οδηγήσουν στο τέλος της. Για «εχθρούς της λογοτεχνίας» μιλάει λοιπόν και ο ήρωας του Ενρίκε Βίλα-Μάτας στο «Η Νόσος του Μοντάνο» (2002). Αν θέλετε την άποψή μου, αυτοί που νιώθουν ότι απειλείται η λογοτεχνία είναι αυτοί που νιώθουν ότι απειλούνται οι ίδιοι. Ο λόγος απλός: αισθάνονται αποπροσανατολισμένοι καθώς βλέπουν ότι δεν επιβεβαιώνεται και δεν διαιωνίζεται ο κανόνας με τον οποίο γαλουχήθηκαν. Ο φόβος θανάτου του συγγραφέα –και δεν αναφέρομαι στον ήρωα του βιβλίου που τυγχάνει να είναι συγγραφέας– διασκεδάζεται πολύ όμορφα με μια απλή αντιστροφή: «δεν πεθαίνω εγώ γιατί με ξεπερνούν οι καιροί, αλλά η λογοτεχνία», αναλογίζεται ο άμοιρος και όσο να 'ναι βρίσκει αποκούμπι. Θέλω όμως να πιστεύω –και μαζί μου θαρρώ το πιστεύει και ο Βίλα-Μάτας αυτό– ότι δεν το χάνουν όλοι το παιχνίδι, και πριν πεθάνουν για τα καλά μπορεί και να καταφέρουν κάτι. 

Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ανήκει σε αυτή την κατηγορία των μεταμοντέρνων κατασκευών που υποτίθεται ότι ωθούν το είδος στα όριά του. Δεν θα πάρω θέση ως προς αυτό. «Η Νόσος του Μοντάνο» αναφέρεται στη νόσο της λογοτεχνίας: στο μυθιστόρημα θα διαβάσουμε την περιγραφή της συμπτωματολογίας, μια γενική πρόγνωση, και ίσως να αχνοφαίνεται κάπου και μια θεραπεία που παραδοξολογικά οδηγεί τον ήρωα στην εξαφάνιση – με τον τρόπο του Μορίς Μπλανσό, που θέτει και το μότο του μυθιστορήματος που παρέθεσα κι εγώ. «Πώς να μην αντιμετωπίζεις τα πάντα λογοτεχνικά;» διερωτάται ο πρωταγωνιστής και η απάντηση οδηγεί στον (εξ)αφανισμό του. Ο ήρωας νοσεί αλλά η νόσος του είναι και «η σωτηρία του πνεύματος», όπως ονομάζει ο Βίλα-Μάτας και το καταληκτικό του κεφάλαιο. Το παρόν κείμενο όμως δεν είναι κριτική αλλά αφορμή να επιδοθώ σε σχολιασμό προσφιλών σε μένα θεματικών που αναφύονται σε ουκ ολίγα σημεία του συγκεκριμένου μυθιστορήματος. 

Ο ήρωας του Βίλα-Μάτας θα φροντίσει να μας πληροφορήσει ότι μόνον όταν ο μυθιστοριογράφος καθίσταται αδίστακτος, έτσι όπως τον κυριεύει μια ιδιότυπη μισανθρωπία, θα παραγάγει έργο άξιο να τον καταβροχθίσει. Γιατί όμως «καταβροχθίσει»; Γιατί αυτό είναι και το ζητούμενο αν και εφόσον ο συγγραφέας καταφέρει να συνειδητοποιήσει με ποιο τρόπο δύναται να κερδίσει αυτό το παιχνίδι με την αιωνιότητα. «Το ζήτημα επομένως είναι να γράφεις για να μην πεθάνεις, να εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου στην επιβίωση των έργων, αυτό είναι ίσως που συνδέει τον καλλιτέχνη με το δημιούργημά του» (σελ 328), σχολιάζει ο ήρωας κάπως ειρωνικά για να μας πει μερικές γραμμές παρακάτω «είναι όμως ποτέ δυνατόν να εξακολουθεί κανείς να εμπιστεύεται τον εαυτό του ή να πιστεύει σε μια αθανασία;» (σελ. 328). Ο συγγραφέας πρέπει λοιπόν να στοχεύει στην εξαφάνισή του στο έργο και όχι να οραματίζεται εαυτόν ως είδωλο, «στην οκνηρή αιωνιότητα των ειδώλων» όπως λέει ο Μπλανσό. Ο συγγραφέας θα πρέπει να έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι προς το συμφέρον του το έργο του να τον περιέχει όχι ως είδωλο/εικόνα –το έργο δεν θα πρέπει να ομοιάζει μαυσωλείο– αλλά ως αυτό το δημιούργημα που με το πέρασμα του χρόνου θα αποτελέσει γρανάζι στους οικουμενικούς (άντε δυτικούς) μηχανισμούς της νόησης και της διανόησης. Η «ραθυμία του ονόματος» (σελ. 329), που συνιστά άλλη ονομασία αυτής της «οκνηρής αιωνιότητας των ειδώλων» σκιαγραφεί την προσκόλληση του δημιουργού στην «πρώτη οδύσσεια», έτσι όπως τη διακρίνει ο ήρωας: την ομηρική αλλά και τζοϋσική, την απλή και φυγόπονη οδύσσεια (εξού «ραθυμία» και «οκνηρία»), αυτή στην οποία το ταξίδι οδηγεί στην επιστροφή στον οίκο και στην επιβεβαίωση της ταυτότητας του συγγραφέα. Η εξαφάνιση του δημιουργού μέσα στο έργο του, η ενσάρκωσή του σε λογοτεχνία και κατ’ επέκταση η εναπόθεσή του από το πολιτιστικό γίγνεσθαι –από τον άυλο ενορχηστρωτή τού Πνεύματος (βλ. για ποικιλία και Χέγκελ)– ως γρανάζι αυτού του γίγνεσθαι, του εποικοδομήματος της νόησης και διανόησης, μας εισάγει στην έννοια της «δεύτερης οδύσσειας» που διακρίνει ο ήρωας του Βίλα-Μάτας: αυτής του Ανθρώπου Χωρίς Ιδιότητες του Ρόμπερτ Μούζιλ, της κρυπτικής και επίπονης· της οδύσσειας της εξαφάνισης όπου «[...] το άτομο ρίχνεται πάντα μπροστά, χωρίς να επιστρέφει ποτέ στο σπίτι, προχωράει και χάνεται συνεχώς, αλλάζει την ταυτότητά του αντί να την επιβεβαιώσει, τη διασπά σε αυτό που ο Μούζιλ αποκαλούσε «ψευδαίσθηση των πολλών»» (σελ. 305). Από πλευράς υστεροφημίας του συγγραφέα, αυτό μεταφράζεται στη διαρκή επανεπινόηση των ιδεών του καθώς το έργο του, ως άλλη κιβωτός, ταξιδεύει στον χρόνο και ο ερμηνευτικός ορίζοντάς του ανανεώνεται, διευρύνεται, και γιγαντώνεται. Αλλά ο συγγραφέας είναι πια απών· έχει εξαφανιστεί. Αυτό που ταξιδεύει είναι η πνευματική σκευή του γιατί «[...] θέλεις να τελειώνεις με τα μικροπρεπή όνειρα επιβίωσης των συγγραφέων, θέλεις να εγγραφείς με τους αναγνώστες σου στον ίδιο ανώνυμο ορίζοντα όπου θα συνάψετε επιτέλους μια σχέση ελευθερίας με τον θάνατο» (σελ. 329). Ο ήρωας του Βίλα-Μάτας, ως συγγραφέας και δεινός αναγνώστης, αυθεντικά άρρωστος με τη λογοτεχνία, κατανοεί καλά τη νόσο του Μοντάνο από την οποία πάσχει· έχει στοχαστεί υπό τη σαγήνη της καθώς περιδιαβαίνει άοκνα τις σελίδες διάσημων ομοιοπαθών: Ρόμπερτ Βάλζερ, Μαξ Ζέμπαλντ, Φραντς Κάφκα, Ρόμπερτ Μούζιλ, Τζον Τσίβερ, Αντρέ Ζιντ, Κλάουντιο Μάγκρις, και πολλών άλλων και «χάνεται συνεχώς, αλλάζει την ταυτότητά του» στις αχανείς επικράτειες των ιδεών του καθενός. Σε αυτό το σημείο (σελ. 300) έχει φροντίσει ο Βίλα-Μάτας να παραθέσει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του Πέτερ Χάντκε που συνοψίζει εύγλωττα τη φαινομενολογία του κόσμου τού νοσούντα που βιώνει την εξαφάνισή του: «Και ο κόσμος είχε γίνει μια ξένη χώρα όπου δεν χρειαζόταν ούτε να δραπετεύεις ούτε να επιστρέφεις στο σπίτι».

Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο ανήκει, κατ’ εμέ, στην κατηγορία των δημιουργών που ενδημούν σε αυτή τη διάσταση που συνοψίζει το απόσπασμα του Χάντκε. Δημιουργοί που ωθούν το μυθιστόρημα στα όριά του: σε αυτό το εξωμυθιστορηματικό επέκεινα, που υπό προϋποθέσεις εξωθεί και τον αναγνώστη είτε προς τη θεραπεία της νόσου του Μοντάνο, ή, θεός φυλάξοι, στην αγκάλη της. «Υπάρχουν μέρες που δεν θα πρότεινα ούτε στον χειρότερο εχθρό μου να διαβάσει» (σελ. 335), θα πει ο ήρωας του Βίλα-Μάτας σε μια από τις πολλές στιγμές αμφιθυμίας του. Ο Μπολάνιο, έτσι όπως τον σκέφτομαι, με τα εργαλεία που μου παρέχει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, συνιστά αυτή την καφκική φιγούρα του ανθρώπου που μετασχηματίζει μια εμπειρία θανάτου (βλ. 2666) σε έργο, και πεθαίνει, (εξ)αφανίζεται τόσο εντός του όσο και εκτός του. Ο Μπολάνιο δεν εγκιβωτίζεται· ούτε βέβαια ενταφιάζεται φαραωνικά στο έργο του· δεν ομοιάζει πουθενά στην «οκνηρή αιωνιότητα των ειδώλων», σε «ένα ράθυμο όνομα», έναν νεκρό που απαιτεί από τον αναγνώστη υποταγή και θαυμασμό, αλλά επιτυγχάνει την (εξ)αφάνισή του και καθώς αποτραβιέται ανάγεται στον μηχανισμό που υποδεικνύει τη θεραπεία της νόσου του Μοντάνο: τη ζωή πέρα από τη λογοτεχνία, πάντα μέσω της λογοτεχνίας. Όπως αφήνει να εννοηθεί εξάλλου και ο Κανέτι στο μοναδικό του μυθιστόρημα «Η Τύφλωση»: μόνο τα βιβλία μπορούν να μας διδάξουν την περιττότητά τους.

Αλλά για να μην σας κουράζω θα πω ότι το μυθιστόρημα του Βίλα-Μάτας θα άξιζε να διαβαστεί και μόνο για ένα του σημείο: όταν καλείται κάποια στιγμή ο ήρωας σε μια ραδιοφωνική εκπομπή για τη λογοτεχνία τού θέτουν μια ερώτηση: «Γιατί θα έπρεπε να επιθυμούν να διαβάζουν οι άνθρωποι;» τον ρωτούν «να εξηγήσ[ει] μέσα σε δύο δευτερόλεπτα» και εκείνος απαντάει «Για να νιώσουν τι θα πει επιθυμία». Η λογοτεχνία θα μπορούσε κάλλιστα να συνοψιστεί σε αυτή την ερωταπάντηση. Ο άνθρωπος ορέγεται και στοχεύει διαρκώς σε μια Ατλαντίδα υπερθετικών καταστάσεων και εμπειριών που όμως ενδημούν για πάντα βυθισμένες κάτω από την Πτώση της γνώσης και του λόγου, «την ημέρα που ακούστηκαν στον Παράδεισο πυροβολισμοί», όπως το θέτει κάπου και ο Μαξ Ζέμπαλντ. Ο άνθρωπος μπορεί λοιπόν να νιώσει τι θα πει επιθυμία μόνο διαμέσου του λόγου και της λογοτεχνίας: ο λόγος της λογοτεχνίας δηλαδή καθίσταται το απόλυτο εργαλείο για να νιώσει ο άνθρωπος το κατεξοχήν μη αναγώγιμο σε λόγο. Και αυτό είναι και το μανίκι του δημιουργού: η αέναη προσπάθειά του μέσω του λόγου να προσεγγίσει τη βυθισμένη Ατλαντίδα της αδιαμεσολάβητης επιθυμίας – το άλογο.     

Ποιος όμως τολμάει να συνειδητοποιήσει ότι ο συγγραφέας δεν δύναται ποτέ να συγγράψει ερωτευμένος; Γιατί τελικά αυτό κρύβεται και διακυβεύεται πίσω από τη δήλωση «για να νιώσουν τι θα πει επιθυμία». Ο συγγραφέας μαθαίνει να συγχέει την καύλα του, με τον έρωτα προς τον άλλο. Η καύλα είναι, τη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, καύλα προς εαυτόν και μόνο· το συγγραφικό έργο είναι, για τη συντριπτική πλειοψηφία των δημιουργών, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μια πορεία που ξεπατικώνει την πρώτη οδύσσεια της επιστροφής στον οίκο και της επιβεβαίωσης του εαυτού, και οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους δημιουργούς –ίσως και δικαίως– είναι και περήφανοι που έζησαν και αγάπησαν τόσο πολύ τον εαυτό τους. Ο έρωτας όμως προς τον άλλο αναφέρεται στη δεύτερη οδύσσεια όπου ο συγγραφέας καλείται να χαθεί, να εξαφανιστεί στον άλλο, ακριβώς επειδή ο άλλος καθίσταται ανεπίστροφα σε μηχανισμό διαρκούς επανεπινόησης και λύτρωσης του εαυτού. Ο άνθρωπος που γράφει από καύλα και όχι από έρωτα (που τελικά, επαναλαμβάνω, δεν δύναται να γράφει) θα είναι πάντα ο χειρότερος εχθρός της λογοτεχνίας, ένας παραγωγός πλήξης που διατυμπανίζει τη μεγαλύτερη κοινοτοπία: την επιβεβαίωση της ταυτότητάς του. 

«Ακριβώς επειδή η λογοτεχνία μάς δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τη ζωή, γι’ αυτό μας κρατάει έξω απ’ αυτήν. Είναι σκληρό, αλλά καμιά φορά είναι το καλύτερο που μπορεί να μας συμβεί. Η ανάγνωση, η συγγραφή αναζητούν τη ζωή, αλλά μπορεί να τη χάσουν ακριβώς επειδή είναι απόλυτα επικεντρωμένες στη ζωή και την αναζήτησή τους» (σελ. 335).