Ανήμερα του αγίου Βαλεντίνου, με εκατοντάδες νεκρούς το μήνα και την αποφορά σεσηπότων πτωμάτων που δεν αξιώθηκαν το μεγαλείο μιας αξιοπρεπούς ταφής, αλλά σέρνονται χαμαί από αγέλες λύκων σε μία ακατανόητη γεωγραφία ψυχών, από τα άδολα βρέφη και παιδιά έως γέροντες και γριές σκελετωμένους, ποθούντες ένα πάμπερ που δεν διαθέτουν, δραπετεύσαμε από τους λάκκους των αποθαμένων που χαίνουν και παρακολουθούμε, τάχα έκπληκτοι, την παρέλαση βουβών ψυχών, υπό την επήρεια συνηγόρων υπεράσπισης και περίτεχνων εξετάσεων για τους αιτούντες παράδεισο και κόλαση.
Άλλος κουβανεί επί έτη κόκκαλα παιδιού που δεν πλύθηκαν με κρασί, όποιος βγάλει το κιχ του υπέρ του Έπους των Μπήχτηδων, τονε διασύρουν αμείλικτα, ενώ οι νεκροί της Πομπηίας δεν ήτονε πράγματι νεκροί, αλλά εκμαγεία πηγμένης στάχτης, διότι οι «ειδικοί» έχυναν υδαρή γύψο στα κενά των σποδών και ανίκανοι να κλάψουν το χαμό τους, απλώς εξέθεταν το μαραμένο στούκκο και ίσως μια φευγαλέα οιμωγή πόνου.
Στην ουσία, «μοιραίους γύψους» προσκυνούσαμε επί δεκαετίες, δίχως την τόλμη να αναθέσουμε τη τέχνη σε κατάστημα γύψινων διακοσμήσεων, σαν εκείνο του θειού μου του Νίκου Διπλάρη στο έβγα της Καμβουνίων. Τα υπόλοιπα μπανταρίστηκαν με λούλουδα και πούλουδα, ως Αττικά Ανθεστήρια και φυτοφάγα σκουλίκια, καθώς η Εποχή της Πανδημίας ξεκίνησε με μαζικούς θανάτους και ιατρική παντογνωσία, για να εξελιχθεί από έτος γυναικοκτονιών σε θρίαμβο παιδικών οστών προς εκταφή και σκελετωμένης τρίτης ηλικίας κάπου στα Χανιά, σύν σάγκες βάναυσων συντρόφων και πέρα βρέχει. Κι ένα γιουφτσέλι που ήχασε τον κολλητό του από τυχαία σφαίρα, υπείκων στο «μάθε τέχνη κι άστηνε» εθισμένο στην κλοπή αυτοκινήτων καλύπτει ματαιόσπουδα ρεπορτάζ από ανελλήνιστους ερμηνευτές της βίας.
Βέβαια, απομένει «η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» και το «Βατερλώ δύο γελοίων» για να περάσουν από την ψευδαίσθηση της λογοτεχνίας τα μουτρωμένα σκηνώματα της νέας γενιάς που διασύρει την «Βουλή-Τηλεόραση» με τα πληκτικά Βιβλιοβούλια της.
Για Βαλεντίνους θα μιλάμε τώρα;