H Σύγκλητος δεν βιάζεται. Δεν έχει τέτοιο γονίδιο. Όμως προσφέρει δωρεάν στους αιτούντες το εμβόλιο του διαλόγου. Διότι βαθιά το περιφρονεί, το θεωρεί placebo. Στις χώρες που ελέγχει, στέλνει οδηγίες και ευχές. Αλλά κανένας συγκλητικός δεν δίνει γραμμάριο προσοχής στο πώς ντύνονται οι Βαστάρνες, τι φρονούν οι Κοστοβώκοι και αν τρώνε με το δεξί οι Ναβαταίοι.
Η Σύγκλητος δεν υπάρχει. Σε αυτό συμφωνούν οι συγκλητικοί. Αλλά υπάρχουν ύπατοι, στρατηγοί, κτηματίες και λαοί, κι ένα σκιάχτρο που το αποκαλούν αυτοκράτορα, ή Ρώμη, ή Χήνες του Καπιτωλίου. Ανάλογα με τον έρμο τον πρέσβυ και τα χούγια του. Στον Καρχηδόνιο τάζουν θάνατο, στον Μακεδόνα προσωπική εξαγορά, στον Περγαμηνό ελπίδες και στον Ελβέτιο ελευθερία.
Το καλύτερό της είναι όταν εμφανίζεται το γκράν κορόιδο που παίρνει τοις μετρητοίς τις εντολές της, παράλληλα με φιλικά σημειώματα που προκαλούν διαρροές και ψευδείς εντυπώσεις στον λαό του. Διαδίδουν πως δωροδοκήθηκε, πως διαθέτουν πέμπτη φάλαγγα, πως οι μέρες του είναι μετρημένες και πως έχουν έτοιμο ένα κάρο σηστέρτια, σε τσουβαλάκια των πεντακοσίων, εάν έρθει ως κακόβουλος εχθρός και φύγει ως ορκισμένος θαυμαστής.
Η Σύγκλητος φροντίζει να υποκρίνεται πως κινεί νήματα, ενώ δεν έχει δει, στον πολύχρονο βίο της μήτε ένα κουβάρι βαμβακόνημα. Το απόλυτο όπλο της Συγκλήτου, είναι οι αντίπαλοι του πρεσβευτή που έρχεται να «συνομιλήσει». Διότι είναι αυτόκλητοι. Μοιάζουν ανεπίληπτοι. Καρφώνουν από αίσθημα δικαίου, χαφιεδίζουν από έρωτα, καταγγέλουν τον εαυτό τους.
Η Σύγκλητος ανησυχεί σε μια και μόνη περίπτωση. Όταν η αντιπολίτευση που αφήνει στη χώρα του ο Αλεξανδρινός, ο Νασσαμών και ο Κελτίβηρας, για να παραπονεθεί, να παρακαλέσει, να απαιτήσει, να ουρλιάξει και να δείξει τις άδειες τσέπες του, είναι ενωμένη, δυνατή, μοχθηρή και σιωπηλή. Όταν αρνιέται να μιλήσει ή να συμφάγει τα λεμπλεμπιά της με τους συγκλητικούς που πλέουν στις κακοραμένες τους τόγες, με τις ξεθωριασμένες από τον ήλιο κόκκινες λουρίδες.
Κι αυτό συμβαίνει, επειδή κάθεται και λογαριάζει. Για να σβήσει τους Καππαδόκες και τους Χερσωνίτες από τον Χάρτη, πρέπει να εμπιστευτεί καρακόλια, στενόμυαλους καραβανάδες και έναν παρανοϊκό στρατηγό που θα οδηγήσει από μία έως τέσσερις λεγεώνες στον πόλεμο. Και πόλεμο σπανίως κάνει. Προτιμά να κρατά τα μπόσικα και να φτιάχνει ατμόσφαιρα. Μόλις καταλάβει ότι περιβάλλεται από κότες, τους πετάει ένα κουπάκι ψίχουλα. Η Σύγκλητος δεν θέλει φοβέρα. Διότι γεννήθηκε από τον φόβο και τον τρόμο έναντι των Πάρθων και των Ούννων. Έναν φόβο που κατασκεύασε για να παραμείνει ενωμένη και να μοιάζει ακατανίκητη.
Και κάθε φορά που οι πρεσβευτές εμφανίζονται στην Αππία οδό, όχι με ταρατατζούμ και φανφάρες, πάνω σε φορεία κλειστά με λινομέταξα πετάσματα, αλλά στη ράχη ενός γερασμένου, χωρίς χαβλιόδοντες, στρατιωτικού ελέφαντα τρώγοντας τυροπιτάκια μέσα στο αλουμινόχαρτο, η Σύγκλητος τους καλοδέχεται, διότι ξέρει πως όλα βαίνουν σύμφωνα με το Σχέδιο.