[Ο τελευταίος σταθμός]
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη τη Συρία· το κρατίδιο της Κομμαγηνής που ’σβησε σαν το μικρό λυχνάρι πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας, και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια. Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα, ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες, καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του. Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας ή αυτό που θα ’λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη.