Υπάρχει κάτι πολύ στενάχωρο με όλα αυτά που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας κάθε μέρα. Δεν είναι απλώς ότι διαπιστώνουμε τι ακριβώς σημαίνει permacrisis – μια κατάσταση διαρκούς αναταραχής. Δεν είναι ότι βιώνουμε καθημερινά τον θάνατο και την καταστροφή σε τόσες εκφάνσεις. Το χειρότερο είναι ότι συλλαμβάνεις τον εαυτό σου, με κάθε καταστροφή και κάθε θάνατο, να νιώθει ανακούφιση και μια αλλόκοτη χαρά που δεν είσαι εσύ στη θέση των νεκρών και κατεστραμμένων. Το συγκεκριμένο συναίσθημα είναι δυστυχώς αδιαπραγμάτευτο. Είναι δομικό στοιχείο της ύπαρξης. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε κάποιους επειδή έχουν πωρωμένες συνειδήσεις ή νοσούν με κάποιο τρόπο. Συμβαίνει σε όλους είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι. Και όταν το συνειδητοποιούμε συμβαίνει ακόμη και όταν δεν το παραδεχόμαστε – η “χαρά” παραμένει χαρά. Γιατί αυτή είναι η φυσιολογική αντίδραση απέναντι στο γεγονός ότι αυτή τη φορά τη γλίτωσες. Όσο συγκαλυμμένη και υποδόρια κι αν είναι όμως αυτή η “χαρά”, κομίζει και βαθύ πόνο. Ο πόνος επομένως δεν είναι μια γραμμική ανακλαστική αντίδραση απέναντι στα δεινά που συμβαίνουν καθημερινά. Είναι πόνος απέναντι στη γραμμική ανακλαστική αντίδρασή μας που παραμένουμε ζωντανοί. Είναι πόνος απέναντι στη γραμμική ανακλαστική αντίδρασή μας που προσπαθούμε να παριστάνουμε τους ευτυχισμένους για όσο η καμπάνα δεν χτυπά για εμάς. Υπάρχει όμως και ένα όριο αντοχής. Αυτό που αμφισβητείται μέσα σε αυτή τη συνθήκη μόνιμης κρίσης είναι επομένως η συνοχή του εαυτού. Και η συνοχή του εαυτού είναι αναγκαία συνθήκη για την όποια έννοια συνέχειας. Δεν νοείται, στο ιδιότυπο υπαρξιακό ισοζύγιο του καθενός μας, να προσμετράται ως θετικό ότι τουλάχιστον δεν θα είσαι ζωντανός στο μέλλον – λίγη σημασία έχει το πόσο μακριά στο μέλλον. Η μεγάλη έκπτωση λοιπόν έρχεται από τη συνειδητοποίηση ότι τα καλά χρόνια βρίσκονται στο παρελθόν – ακόμη και όταν το νεαρό της ηλικίας δεν συνάδει με το συγκεκριμένο συμπέρασμα. Η μεγάλη έκπτωση έρχεται όταν στενεύουν μέρα με τη μέρα οι δυνατότητες που έχει ο καθένας να επινοεί ιδιωτικούς παραδείσους.
Ίσως βέβαια αυτή να είναι η αισιόδοξη νότα, το «ουδέν κακόν αμιγές καλού» του αδιεξόδου που βιώνουμε: δεν συνίσταται έννοια ιδιωτικού παραδείσου.