Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Ιωβηλαίον

Ιουλίου ενδεκάτη εισέβημεν προ ετών πεντήκοντα ωχούμενοι επί πενταμισάρας Μπεεμβέ εχούσης συγκολημένην ψαροκασέλαν, ο Θανάσης, ο Σταμάτης και γω εις το χωρίον της Μεγάλης Βόλβης. Πλην γερόντων τινών, ψυχή ζώσα. Και πρώτον γιουρντίξαμε εις μακρόστενον κατοικίαν με χαγιάτι, όπου εστέγνωναν καπνά, φωτογραφίσαντες άπαντα τα θεμιτά και αθέμιτα, ορίσαντες δια εικοσάρας μετροταινίας άπαντα τα προς μέτρησιν στοιχεία. Είτα, ανηφορίσαντες, είδαμε το χάνι με μίαν αγελάδα έμπροσθεν, υπήρχε μόνον άτεχνον τόξον εισόδου και τα υπόλοιπα χάρβαλο. Ο πρώτος χωρικός επεφάνη, εμαρτύρησε το επώνυμον του προσφάτου ιδιοκτήτη μετά τον οθωμανόν ενοικιαστήν της λίμνης (ελέγετο Αδαμίδης) και μας επέδειξεν υποδομήν χωματουργικού έργου που διέσχιζεν εκ βορρά την Βόλβην, της εταιρείας Μακδόναλδ, έργου που επήρε σβάρνα την βάσιν του μιναρέ αδιαγνώστου τζαμίου.

Ο αυτός χωρικός, ερωτηθείς «τι' ναι τούτα τα τοιχία;» στα τριάντα μέτρα εντός της λίμνης δεν ήξευρεν, αλλά μας προσκόμισεν πλάβαν τινά, ίνα προσεγγίσωμεν. Και οι αθεόβοφοι πλησιάσαμε και περπατήσαμε τους τοίχους τους φθάνοντας άχρι των μηρών ημών, και εκμετρήσαμεν την κάτοψιν του υποβρυχίου κτηρίου. Είτα, πεινώντες, είχε καρσι ένα καφεμαγέρικο και φάγαμε το προσφιλές ημών γεύμα: σπασμένο κρεμμύδι στο λάδι και μισό καρβέλι ψωμί. Κατά χαρίεν ομαδικό ιδίωμα, δεν πίναμε το ζητηθέν αναψυκτικόν, αλλά το χύναμε στην κεφάλα του έκαστος. Για να γελάμε εν αθλιότητι.

Βαδίσαντες όλο το χωριό, πέσαμε απομεσήμερο σε γέροντα με χάρτινη βαλίτζα που περίμενε το ΚΤΕΛ και τον εμουρμούραγε η προφανώς γραία αδελφή του. Εκ των συμφραζομένων, καταλάβαμε πως θα επήγαινε εις τα τέκνα του στες Γερμανίες και η αδελφή του τον εμοιρολόγει ζώντα. Ήρθε το ΚΤΕΛ και τον επήρε. Εμείς, καθώς έπεφτε ο ήλιος, μας υπεδείχθη κάτωθι μεγάλου πλατάνου ερείπιον από το παλαιόν καρακόλι. ‘Ημεσθεν όντως κατάκοποι και ξαπλώσαμε πέριξ του μαγικού δένδρου.

Τα υπόλοιπα ήτονε πιστή μετεγγραφή εκ της Οδύσσειας. Ξύπνησα μαύρα μεσάνυχτα, σκάζων από την ζέστα και υπό μία πνιγηρή μπόχα. Πέριξ του πλατάνου είχον συγκεντρωθεί πρόβατα πολλά, ενίοτε εκβάλοντα το «μπεεεε». Σκώθηκα και ξυπνηθήκαμε, βρωμεροί, σμερδαλέοι και όζοντες. Κατεβήκαμε στη λίμνη και νιφτήκαμε αρνηθέντες να χωρισθούμε από τα ρούχα μας.

Αξημέρωτα αφήσαμε την Μεγάλη Βόλβη. Μας περίμενε το σπιτάκι του Ταρζάν στο έβγα του Κατζόρλακου, τα στρέμματα με τις αγριελιές και ο ενεπίγραφος λαδόμυλος της Βόλβης, το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και δύο παλαιοχριστιανικά κελλόπουλα στη Μικρή Βόλβη, είτα προς το στρατόπεδο των λοκατζήδων πατήσαμε και σκοτώσαμε ένα σπουργιτάκι και το θάψαμε μετά σύντομον τελετήν. Μετά είδαμε την Αγία Μαρίνα στη Ρεντίνα και γέρων μας είπε την ιστορία με το κουρμπάνι και το ελάφι και περάσαμε το μεσημέρι στον λόφο της Ρεντίνας εκμετρήσαντες την αφανή σήραγγα της υδροληψίας και ατενίσαντες το πρώτον τον γήλοφον της αρχαίας Αρεθούσης. Μετά από ημέρας τινάς, συνεγγίσαμεν την Μάκρη στην Αλεξανδρούπολιν, δεχόμενοι αστυνομικούς ελέγχους, επιδεικνύοντας το χαρτί του Μπούρα, πατώντας αβέρτα λαφιάτες, έχοντες ως σφραγίδα δωρεάς μίαν ερυθράν ημισέληνον μπροστά στο μέτωπο, ήτοι βαθύ έγκαυμα και άλλα πολλά.

Σήμερα εορτάζουμε το Ιωβηλαίον της ημέρας της Μεγάλης Βόλβης. Κι από την ανασκαφή του λαδόμυλου του 1983/84 δεν σώζεται κάτι αξιομνημόνευτο, μήτε ο ληνός, μήτε ο ναΐσκος. Αφερίμ.