Φωτογραφία τριάντα χρόνων, δουλειά στο πεδίο για δειγματοληψία νερού από πηγές στα βουνά Γκαλιούρο στην Αριζόνα. Η Ιρίνα ήταν Ρωσίδα αστροφυσικός η οποία είχε έρθει μέσω προγράμματος να εκπαιδευτεί στην επεξεργασία ξύλου από δακτυλίους δέντρων, ώστε να μπορεί να μελετά την ηλιακή δραστηριότητα (υπάρχει συσχέτιση). Της μάθαινα τη μέθοδο επεξεργασίας. Κομουνίστρια, έβριζε τον Γέλτσιν όλη την ώρα. Αν μου χαλάσει η τηλεόραση στη Ρωσία θα πρέπει να δουλέψω έξι μήνες να πάρω καινούργια πλέον, γκρίνιαζε. Είχε δουλέψει στην Καμτσιάκα, σε κονσερβοποιείο ψαριών και τη ρωτούσα για τα ηφαίστεια εκεί. Ήταν τρελαμένη, με ωραίο τρόπο, την πήγαινα με χίλια. Είχα στο εργαστήριο μια κασέτα με τη Χωματά, της άρεσε, είχε μάθει τις μελωδίες και σιγόνταρε. Μου είχε μάθει επίσης να παπαγαλίζω του ρώσικους στίχους από το “Those were the days” κι εγώ της είχα μάθει τους ελληνικούς – ό, τι θυμόμουν. Ερχόταν σπίτι μου, νοίκιαζα βιντεοταινίες Ταρκόφσκι, έψηνα στο φούρνο και χανόμασταν. Τί κάνετε εκεί; ρωτούσε ο γείτονάς μου που έβγαζε το κεφάλι από τον τοίχο της πίσω αυλής, απορημένος που κλεινόμουν στο σπίτι τόσες ώρες με γυναίκα.
Της έβαζα αγγαρεία να έρθει να με βοηθάει στις δειγματοληψίες, άλλο που δεν ήθελε.
Ένα απόγευμα την ώρα που δουλεύαμε της γλίστρησε μια φιάλη στο νεροχύτη του εργαστηρίου και κόπηκε άσχημα. Την έτρεξα στο νοσοκομείο. Πόναγε κι έκλαιγε καθώς την έραβαν και της έλεγα για να ξεχαστεί πόσο γενναίοι είναι οι Ρώσοι, όπως είχε αποδείξει η πολιορκία του Λένινγκραντ και εξυμνήσει ο Σοστακόβιτς. Με μιας σταμάτησε να κλαίει και με διέκοψε να επισημαίνει, κοιτάζοντας με στα μάτια, ότι στο Λένινγκραντ έβαζαν στο αλεύρι πριονίδι για να φουσκώνει το ψωμί, να μην νιώθουν την πείνα. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι για τη σιγουριά των λόγων της και συνέχισε να πονάει.
Γνώρισε έναν Αμερικανό, τον Γουίλ, μηχανικό μεταλλείων, τον παντρεύτηκε, παράτησε την επιστήμη των άστρων και μετακόμισε στο Μαμούθ στη μέση του πουθενά ανάμεσα στα βουνά και στην έρημο, κάτω απ' τον ήλιο. Πριν φύγει, της χάρισα την κασέτα με τη Χωματά. Στο Μαμούθ υπήρχε μια παράγκα της συμφοράς με το όνομα Mammoth Burger που έφτιαχνε νόστιμα χάμπουργκερ και τα χτυπούσα πάντα όταν μ' έφερνε ο δρόμος - το μόνο που θυμάμαι από εκεί. Κάποιους μήνες αργότερα με πήρε τηλέφωνο ο Γουίλ να μου πει να πάω να δουλέψω στα ορυχεία. Πέρασε από το σπίτι και μου άφησε μια αίτηση ώστε να δρομολογηθεί συνέντευξη, τους είχε μιλήσει.
Δεν τη συμπλήρωσα. Σκέφτομαι τώρα το χαρτοσαράκι που ροκάνισε τη ζωή μου σε μια άθλια και μαλθακή οικονομία - τάχα Υπηρεσιών.
Υπάρχουν εξορίες και εξορίες. Η πλέον οδυνηρή και άσκοπη είναι στην ίδια σου τη χώρα, χειρότερη, καμία σχέση, από την αυτοεξορία μιας παλιάς κομουνίστριας στην άλλη άκρη της γης, χαμένης ανάμεσα σε εργάτες ορυχείων και καουμπόηδες - holding on in Red Hill town. Η δεύτερη κρύβει ομορφιά τουλάχιστον.