To Point Break ήταν ταινία του 1991 με surfers και αστυνόμους. Πρωταγωνιστούσαν ο μακαρίτης Patrick Swayze κι ο Keanu Reeves. Είχε περάσει απαρατήρητη, από μένα τουλάχιστον, και μου τη θύμισε πριν κάποια χρόνια ένας λογιστής στην παλιά γειτονιά. Μεσήλικας κι αυτός, κατά τι νεότερος, τον έβλεπα τα καλοκαίρια πριν τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων σκυμμένο στον πληκτρολόγιο. Πήγα κι εγώ μεσημέρι μεσοκαλόκαιρο να τον βρω για τη δήλωσή μου. Τον ρώτησα τα τυπικά, πως παλεύει τη ζέστη κι αν θα πάει κάπου διακοπές.
Μου μίλησε τότε για τις πλέον όμορφες καλοκαιρινές διακοπές του πριν πολλά χρόνια, πριν δεκαετίες. Δούλευε στην Καλλιθέα και στη μεσημεριανή παύση εργασίας έπαιρνε συγκοινωνία, λεωφορείο, να γυρίσει στο Μπραχάμι που ήταν το σπίτι του. Ένα μεσημέρι κουρασμένος, μη έχοντας το κουράγιο για την ταλαιπωρία σπίτι και πίσω γραφείο, είδε ότι στο Ιντεάλ στην Πανεπιστημίου έπαιζε σε μεσημεριανή προβολή το Point Break. Πήρε τον Ηλεκτρικό κι ανέβηκε στο κέντρο να δει μόνος την ταινία.
Με κοίταζε με μεγάλα γαλάζια μάτια - κουρασμένα, όμορφα. Μου μίλησε για το πόσο υπέροχα ήταν στο σκοτάδι της αίθουσας με τον κλιματισμό, βλέποντας εκείνη την ταινία. Με τον ωκεανό και τους ανθρώπους να γλιστρούν στα κύματα, λουσμένοι στον αφρό. Ξεχάστηκε, τελείως, και σα βγήκε πίσω στην κάψα της Αθήνας, τρέχοντας να πάρει καθυστερημένος τον ηλεκτρικό για το γραφείο, ένιωσε με βεβαιότητα ότι ζούσε στην πλέον άσχημη χώρα του κόσμου.
Αυτό μου είπε. Τα υγρά μάτια του με κοιτούσαν, εκείνη η σύντομη παλιά χαρά έλαμπε πάνω τους.
Δεν αναφέρθηκε σε κάποιες διακοπές σε βουνό ή παραλία ή σε μπαράκια.
Μάτια το καθένα ολόκληρο ταξίδι από μόνο του.
Η άνοιξη γύρισε την πλάτη στη χώρα μας, δεν της μιλά. Δεν συνδιαλέγεται. Ας αφήσουμε ένα σινεμά ανοικτό, μόνο, στο κέντρο της Αθήνας για να μας μείνει το καλοκαίρι. Κι όταν θα βάλει ταινία για ωκεανό και κύματα, θα πάω να βρω εκείνο το λογιστή, να τον πάρω απ’ το γραφείο, να του κάνω το εισιτήριο να τη δούμε μαζί οι δυο μας.