Στην ταινία του 1998 η Τελευταία Νύχτα οι πρωταγωνιστές βιώνoυν την αντίστροφη μέτρηση πριν τη συντέλεια καθώς μια τεραστίου μεγέθους ηλιακή καταιγίδα πλησιάζει τη Γη. Στo αποκορύφωμα, ένα μεγάλο πάρτι, μια συναυλία στην κεντρική πλατεία του Τορόντο όπου ακούγεται το όμορφο κουβανέζικο τραγούδι Guantanamera στη διασκευή του Pete Seeger. Η ταινία μου άρεσε αλλά αν επέλεγα τραγούδι για το τελείωμα των πάντων (σκέφτηκα με τις δικές μου προσλαμβάνουσες αφού την είδα), θα ήταν το Περιμένει ο Ουρανός του ντουέτου Λήδα - Σπύρος που γνώριζε επιτυχία στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του '70. Τραγούδι που μιλούσε για ελπίδα, ένα Γερο Νώε που προειδοποιεί και για τα όμορφα και καλά ενός κόσμου καταδικασμένου να χαθεί και να ξαναγεννηθεί.
Και πριν 50 χρόνια με την πρώτη μας συμμετοχή στη Eurovision ένα συγχωριανός μεγαλύτερος από μένα, που μάθαινε κι έπαιζε όμορφα κιθάρα (και το ίδιο όμορφα τραγουδούσε), εκείνο το καλοκαίρι του 1974 μου είπε ότι τη Λήδα και το Σπύρο έπρεπε να είχαμε στείλει.
Εγώ συμφώνησα. Γιατί τα τραγούδια τους με είχαν αιχμαλωτίσει: παιδί που ήμουν τόσο πρακτικό όσο και ονειροπαρμένο. Τραγούδια για αχαρτογράφητους πλανήτες, για ξύλο οξιάς, για αιώνιους τροχούς, για ηλεκτρικό αποσπερίτη οικιακής χρήσης, για μηχανές που λένε παραμύθια στα παιδιά, για αστέρια που μπορείς να μαζέψεις στα νερά και στις όχθες του Ευρώτα. Και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, το ίδιο παιδί μαγεύτηκε εκ νέου ακούγοντάς τους να τραγουδούν για έναν τόπο πονεμένο από ανεμοθύελλες όπου κάνεις έρωτα ελεύθερο, αρκαδικό σε πλαγιές και δίπλα στη θάλασσα.
Σήμερα Κυριακή 12 Μαΐου του 2024 ξύπνησα νωρίς. Διάβασα, πρώτο πρώτο στη φωτεινή οθόνη του κινητού του αφημένου δίπλα στο προσκεφάλι μου, ότι ο Σπύρος Βλασόπουλος πέθανε σε ηλικία 78 ετών.
Μέρες της ηλεκτρικής επίθεσης της ηλιομαγνητικής καταιγίδας, των ψυχεδελικών φωτογραφιών του σέλατος από χαμηλά πλάτη του πλανήτη. Των γρήγορων, διακεκομμένων, κορεσμένων εικόνων μηχανικής μίμησης έρωτα από κατασκευασμένα νευρόσπαστα στο διαγωνισμό της Eurovision.