Έπιασε το πακέτο με τα Marlboro Lights, το αφημένο στο τραπεζάκι στο καθιστικό και ρώτησε αν ήταν δικά του κι αν μπορούσε να πάρει ένα να καπνίσει. Τα δικά του ήταν, τα τελευταία πριν το νοσοκομείο.
Δεν πρέπει να έχουν μπαγιατέψει ακόμα, είπα γνέφοντας καταφατικά.
Ελληνοεβραία, ο Γιαννιώτης πατέρας της επιβίωσε του στρατοπέδου συγκέντρωσης, αντίθετα από την πρώτη του γυναίκα και τα παιδιά του. Ξαναπαντρεύτηκε κι έκανε ένα παιδί, μια κοπέλα, γεννημένη και μεγαλωμένη στη Νέα Υόρκη. Και η μοναχοκόρη, αρχές δεκαετίας του 80 έφερε άντρα και παιδιά, μικρά τότε, στην Αθήνα κι άνοιξε εστιατόριο. Από τότε κρατά η γνωριμία μας.
Δε νομίζω ότι θα ξαναμπλέξω, της είπα. Δεν θέλω να ζω με φόβο ότι θα ξαναπεράσω κάτι τέτοιο.
Θα ξαναμπλέξεις, απάντησε κοφτά καπνίζοντας, απολαμβάνοντας το τσιγάρο του μακαρίτη.
Κι αν τα τινάξει κι αυτός;
Θα βρεις τρίτο.
Χήρα πλέον, ζει μόνη στο Μανχάταν, στο Τσέλσι. Η κόρη της στο Σικάγο, ο γιος πρόσφατα μετακόμισε κάπου στην Αλάσκα και η απόφασή του περισσότερο τη διασκεδάζει παρά την κατανοεί. Την επισκέφθηκα πέρσι. Από το διαμέρισμά της βλέπει ανατολικά το Empire State Building και βορειοδυτικά τα απερίγραπτα, άνευ τόπου και ουσίας Hudson Yards που της έκοψαν τη θέα του ποταμιού.
Μιλήσαμε τις προάλλες μέσω WhatsApp. Ήθελε να μάθει κάτι για τον ΕΦΚΑ και τη βοήθησα. Ήταν βράδυ εδώ και τη ρώτησα σε τί χρώμα είχε φωτίσει το Empire State. Μου θύμισε κοφτά τη διαφορά στην ώρα και ότι δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμα στη Νέα Υόρκη.
Το πρωί ξυπνώντας βρήκα μήνυμα της στην εφαρμογή με αυτήν τη φωτογραφία. “Tonight. Ty for your help.” έγραφε.