Γνωστή ιστορία της Τζόνι Μίτσελ και του τραγουδιού της Γούντστοκ. Τις μέρες του ομώνυμου φεστιβάλ είχε δουλειά, είχε προτεραιότητα την εμφάνισή της σε ένα τηλεοπτικό σόου, έτσι την είχε συμβουλέψει ο ατζέντης της. Το μετάνιωσε μετά, βέβαια, και ύστερα από περιγραφή του φίλου της Γκράχαμ Νας της εμπειρίας του εκεί, η απουσία της μαζί την επιθυμία της έγιναν αιτία να γραφτεί ένα από τα ομορφότερα τραγούδια.
Το Γούντστοκ ήταν γιορτή την οποία, ανάμεσα σε άλλα, γέννησε η αντιπολεμική οργή των Αμερικανών. Τότε που πάσχισαν όλοι μαζί να μετατρέψουν αυτήν την οργή σε επιθυμία και, έτσι, ονειρεύτηκαν βομβαρδιστικά να μεταμορφώνονται σε πεταλούδες πάνω από το έθνος τους.
Σήμερα είχα κι εγώ την προτεραιότητά μου, είχα δουλειά, είχα να κάψω τα κλαδέματα στο χωριό. Έτσι κι εγώ ένιωσα εκτός του τόπου που έπρεπε να ήμουν, με δίχως το χάρισμα της Τζόνι ώστε να επανορθώσω. Τελειώνοντας στις 12 παρά το μεσημέρι, καπνισμένος, ελεεινός, είδα ότι είχε οργανωθεί διαμαρτυρία για τα Τέμπη (και) στον Πόρο. Μα δεν θα προλάβαινα να φτάσω στην ώρα που έπρεπε όσο μανιακά κι αν οδηγούσα.
Δεν έλεγαν τα διαβολεμένα να ανάψουν στο βαρύ νοτισμένο, πρωινό χώμα, πήραν ώρα, όσο κι αν είχαν μαζευτεί μεγάλη μάζα.
Κάποιοι διαβάζουν τα φύλλα του τσαγιού, στην πατρίδα μου διαβάζουν τον καφέ. Εγώ σήμερα στα αποκαΐδια διάβασα δέντρα και τρένα και στάχτη ανθρώπων. Παιδιά δεν έχω, έχω ανθρώπους και δέντρα.
Ήμουν εδώ, εκεί μαζί σας, όπου παντού βρεθήκατε οργισμένοι. Κι εύχομαι μαζί σας να αλλάξω την οργή μου, να μην την κάψω σε θυμό ξοδεύοντας, να την κάνω επιθυμία, πατρίδα. Να ονειρευτούμε το τρένο και την ώρα που θα επιβιβαστούμε για επιστροφή σε πατρίδα. Με τον τρόπο που η Μίτσελ ευχήθηκε για όσους αγάπησε να επιστρέψουν στον κήπο.