Η μεταπολεμική Ελλάς καυχάται για τις παιδικές παρέες που έβγαζαν ακατανόητες ερμηνείες της Ζωής. Τα βράδια στα νυχτέρια, εμπνευσμένοι από τις αταξίες των Αθιγγάνων που αναθυμούνταν τις οδηγίες προς μαϊμούδες, ήτοι «πώς κοιμάται ο γέρος με την γρηά» ή «πώς βάζνι πούντρες τα κορίτσια», όλα έμοιαζαν κάτω από τον δημοτικό φωτισμό ως ανταύγεις του «ρίκο ρίκο ρίκοκο» της Βουγιουκλάκη και μια ριμάδα νησιώτικη για μια κυρά και μαντόνα που στρώνει σεντόνια στον ακαταμάχητο Μαρεγιό. Και η Αλίκη περιγράφει τις πόζες που παίρνει ένας Αντραώριμος.
Αμφότερα είναι παραφθορές, διότι Μαρεγιός δεν υφίσταται, είναι πνεύμα που απαντά στην ιερά επίκληση «Μαρεγιέ μου κανακάρη» αλλά και ο στιχουργός Γιαννακόπουλος ριμάρει το «αγόρι μου» με το εξωφρενικό «άντρα ώριμου».