Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Με τη φυρονεριά της Προποντίδας (πρώτο μέρος)
Pierre Loti café, Istanbul, Turkey
Pierre Loti café, Istanbul, Turkey

Πρωτοπήγα στην Τουρκία το 1961 ως τέκνο διδασκάλων από τα Γιαννιτσά και χάρη σε επίσκεψη στην σχολή της Χάλκης αφιέρωσα εαυτόν στη βιβλιανάγνωση. Ο μακαριστός Αθηναγόρας μας μίλησε στα ερείπια του πογκρόμ στο Μπαλουκλή και μάθαμε το εστιατόριο «Κόνιαλη» και τα παλαμιδάκια στον Βόσπορο που τα πρόσφεραν καυτά σε εφημερίδα. Στη δεύτερη επίσκεψη, ως υπάλληλος της Εφορείας Βυζαντινών  Αρχαιοτήτων το 1982, η Πόλη ήταν στρατοκρατούμενη και κάθε ιερωμένος συνοδεύονταν από δύο ενόπλους στρατοχωροφύλακες. Αλλά κατάφερα και γνώρισα το πλείστο των  βυζαντινών ναών και να γοητευτώ από συνοικίες όπως το Εγιούπ στη ρίζα του Κερατίου.

Πρίν πολλά χρόνια, πάντως τουλάχιστον σαράντα, οι αουτοστράντες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, όχι πολλές και συχνά υπό κατασκευή, έπηζαν από καραβάνια επωχουμένων οικογενειών, που πάρκαραν ομαδικά τα βασανισμένα γερμανικά τους αυτοκίνητα αγεληδόν και ήταν σε διάλειμμα. Καταλάβαινες πως ήταν Τούρκοι εργάτες σε γερμανόφωνα κρατίδια της Ευρώπης από τον τρόπο της ξεκούρασης: οι σύζυγοι των οδηγών έκαναν μασάζ στους άνδρες τους, μαλάζοντας τα μπράτσα και τις πλάτες των.

Η τουρκική μετανάστευση στην Ευρώπη γινόταν πράξη. Οι Έλληνες που τύχαινε να ανταμώσουν αυτές τις «αποστολές» πάνω στον «δρόμο της Σκλαβουνιάς» καθώς νοτίως του Βελιγραδίου οι αυτοκινητόδρομοι ήταν πολύ σπάνιοι, ακολουθούσαν την παλαιότερη σιδηροδρομική ράγα του παλαιότερου άξονα Βερολινου - Βαγδάτης. Πάντως αυτή η μετακίνηση, που συνέπιπτε με τις άδειες προσωπικού στις φάμπρικες, δεν διαπερνούσε την Ελλάδα. Μήτε καν η Εγνατία δεν είχε ξεκινήσει, επομένως η Αδριανούπολη μέσω Σόφιας και Βελιγραδίου και μετά του αυστριακού Γκράτς, ήταν ο οδικός κανόνας. Γι αυτό και δεν υπήρχαν καραβάνια  να ανταμώσουν οι Έλληνες οδηγοί έως το Βελιγράδι.

Έζησα αυτήν τη μεταβολή δουλεύοντας ένα διάστημα σε μια ανώνυμη εταιρεία, ως δραγουμάνος.

Αυτή η «λεπτομέρεια» του κυλιόμενου φορτίου ανθρώπων και φορτίων άλλαζε συχνά, καθώς το τρένο υποχωρούσε έναντι της νταλίκας ή του ΙΧ. Αλλά το ενδιαφέρον υπήρχε έντονο μέσα στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. Το ζωηρό Τριεθνές στην Αδριανούπολη, αργά αλλά σταθερά υποχωρούσε υπέρ της παραθαλάσσιας όδευσης, οπότε το ελληνικό τελωνείο στις Καστανιές, που πρωτοέζησα το 1961, ήταν ανάμνηση υπέρ του τελωνείου των Κήπων, που βίωνα μετά το 1982. Η κάτω διάβαση, μέσω Ραιδεστού, σε επαφή με την Προποντίδα, κι ως την αυγή της δεκαετίας του 90, γνώριζε έντονη οικοδομική δραστηριότητα και φύτεμα πολλών εργοστασίων. Αυτές οι μονάδες ήταν κυρίως παραγωγής λευκών και μαύρων ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών. Με πρωτοφανέρωτα labels, αλλά στην ουσία επικυρωμένα αντίγραφα των γιαπωνέζικων κολοσσών, της Χιτάτσι, της Σόνι και άλλων.

Οι Ιάπωνες έκαναν ήδη έντονη την παρουσία τους στα γραφεία και στις γραμμές παραγωγής. Όταν ξεναγούσαν τα αφεντικά τους ποθούντες να αποκτήσουν αυτά τα μικροθαύματα και αντάμωναν εργάτη στο διάβα τους, ο άνθρωπος μεταμορφωνόταν σε ταπετσαρία τοίχου για να μετατραπεί σε αόρατο φάσμα. Και στις μονάδες αυτές, οικείο θέαμα ήταν οι στρατιές των πολιτών που σχημάτιζαν ουρές για να προσληφθούν εκεί. Βλέπετε, μπορεί να υπήρχε κατ΄ όνομα υπουργός Εργασίας στην γείτονα χώρα, αλλά δεν υπήρχε κάποια υπηρεσία που να εκπροσωπεί.

Κάθε επίσκεψη στα εργοστάσια και για μια τριετία, εκεί κατά τα χρόνια του Μάαστριχτ, μας παρουσίαζαν και νέα προϊόντα σε καλές τιμές χονδρεμπορίου. Καλυτέρευε επίσης η παραθαλλάσσια εστίαση, με δραματική αύξηση των καβουριών, ενώ το πρωινό στα ξενοδοχεία της Ραιδεστού, με τις μαύρες ελιές και τις φετάκλες περίπου ζυμωτού ψωμιού, εξέλιπε, υπέρ του μυρωδάτου καφέ. Ακόμη και ιδιωτική τηλεόραση υπήρχε, κι ας μετέδιδε ασταμάτητα προσευχές στη θρησκεία τους.

Κρίσιμο σημείο στην εξέλιξη του τόπου, υπήρξε η μετάβαση του Δημητρίου στις αιώνιες μονές, που μας πέτυχε σε μία περιοδεία σχεδιασμένη από την Τρωάδα στην Αλικαρνασσό, που διεκόπη στη Σμύρνη και την ματαιώσαμε για να βρεθούμε στην Πόλη, μέσω Μπαλικεσίρ και Απολλωνιάδος, όπου ζήσαμε την ανάρρηση του Βαρθολομαίου, το 1991. Μόνη παρωνυχίδα, αηδιαστικώς ηχηρά μεγάφωνα τουρκιστί, που χάλαγαν την ακρόαση της ανάρρησης και οι ομογενείς το απέδιδαν σε «ακραίους ισλαμιστές».

Έτυχε και έζησα μια παράλληλη εμπειρία στην Κύπρο, όπου η αποθήκευση και διαδομή ηλεκτρονικής πραμάτειας ήταν στο φόρτε της. Επίσης ήταν του συρμού δορυφορικές κεραίες και ήρθαμε σε επαφή με μία εταιρεία στις κάτω Χώρες, οπότε βίωσα ημέρες Sony και αγωνία για ολοένα και ακριβέστερο Lnb (είχε σχέση με την μετάδοση της εικόνας) στην περιφέρεια της Χάγης. Εκεί βίωσα κι άλλων γιαπωνέζων τη θωριά. Έμοιαζαν κυρίαρχοι σε μία σαστισμένη Ευρώπη. Ήταν ένα μυστήριο πως αναγνώριζαν τον βαθμό και την επιρροή κάθε στελέχους κι αυτό φαίνονταν από τον τρόπο που έρρεαν ωσάν υδράργυρος, όποτε μάντευαν πως κυκλοφορεί απέναντι αφεντικό ή μεγαλοσχήμον στέλεχος. Εκεί, μεταξύ άλλων βιωματικών, ήπαθα την πλάκα της ζωής μου, όταν σε ένα drink γνωριμίας μιας πασίγνωστης μάρκας, μια πολύ νέα κοπελα αναδείχτηκε ντερβέναγας Ηνωμένου Βασιλείου και Νορμανδίας, οπότε την παίνεψα που ήτονε τόσο νέα και κατάφερνε να ηγηθεί ενός στρατού ομοφρόνων. Δίχως να χαμογελάσει, σχολίασε ανέκφραστη «ya kno- ,they call me “snake”», οπότε λάκκισα ευσχήμως.