Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
Μιλάει το ποτό

Είχα χρόνια να πιω Ardbeg. Απόψε βρέθηκα στο «Low Profile», ένα μπαρ στη στοά Μπολάνη, όπου παρουσιαζόταν το βιβλίο της Μαρίας Κοπανίτσα Νύχια Περλέ, και είπα να δοκιμάσω το εκλεκτό single malt από το Islay για να δω αν άλλαξε αυτό, ή εγώ. Ειδήμονας ο μπάρμαν, μεζούρα, σωστό ποτήρι, σοκολατάκι/ξηροί καρποί, τι χρωστάω; 16 ευρώ. Σκουάκ, if I may say so. Για εμάς τους μπούμερ, 16 ευρώ παραμένουν 5.452 δραχμές. Ένα πεντοχίλιαρο+ το ποτό (σχεδόν 50% ακριβότερο από το βιβλίο). Και μετά μας φταίει ο Μητσοτάκης  για την ακρίβεια.

Θυμήθηκα μια ιστορία που έλεγε η μάνα μου, ότι πιτσιρικάς στα σέβεντιζ πήγαινα με τους γονείς μου στο «Κύτταρο» για να ακούσουμε τον Σαββόπουλο και τα Μπουρμπούλια, κι ένα βράδυ με αφήσανε να πάω μόνος μου, αφού στο μαγαζί με είχαν μάθει πια. Γύρισα έξαλλος. «Κλέφτες» φώναζα, «δεν ξαναπατάω εκεί!» Ήταν η πρώτη φορά που πλήρωνα μόνος μου το ποτό μου, και ανακάλυψα ότι την πορτοκαλάδα που αγόραζα 2 δραχμές στο περίπτερο, στο κέντρο την χρέωναν 6 (αν θυμάμαι καλά μετά από μισόν αιώνα).

Είχα επίσης χρόνια να πάω σε παρουσίαση βιβλίου στην Αθήνα. Ζώντας στη Λευκωσία, σπανίως βρισκόμουν στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, κι όταν ήμουν, είχα άλλα πράγματα να κάνω, πιθανώς καλύτερα και πάντως πιο ουσιαστικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είπα να κάνω μια εξαίρεση, γιατί και η συγγραφέας και η εκδότρια είναι φίλες από παλιά. Στ’ αλήθεια όμως είχα ήδη διαβάσει αυτό το κομψό βιβλίο των 64 σελίδων, με είχε σαγηνεύσει, και ήθελα να παρίσταμαι στην πρώτη του δημόσια εμφάνιση, αφ’ ενός για να το στηρίξω, και αφ’ ετέρου μήπως και μάθω κάτι περισσότερο γι’ αυτό.

Μάταιος κόπος. Οι παρουσιαστές, από την εφημερίδα Καθημερινή, είτε μίλησαν επιφανειακά είτε δεν ακουγόντουσαν (ήταν τραγική η μικροφωνική εγκατάσταση). Δεκάδες οι θαμώνες (ήταν επιτυχημένη η εκδήλωση), αμφιβάλλω αν οι μισοί κατάλαβαν τι ήθελε να πει η συγγραφέας ή οι παρουσιαστές. Αδιάφορο: το κοινό, μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα, ευημερούσε. Όλα εξαιρετικά πολιτισμένα, «πράγματα συμπαθητικά, δικά μας, δεξιά» (για να παραφράσω τον Καβάφη).

Το βιβλίο έχει αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, δίχως να είναι απαραίτητα αυτοβιογραφικό (αν και δεν έχω κανένα πρόβλημα με το είδος, πιστεύω πως η αυτοβιογραφία είναι η καθαρότερη μορφή μυθοπλασίας). Οι φαινομενικά ασύνδετες παρατηρήσεις μπορούν να λειτουργήσουν και χιουμοριστικά, αν ο αναγνώστης έχει την κατάλληλη διάθεση, αλλά μας ανοίγουν την πόρτα σε μιαν ιδιαίτερη αντίληψη του κόσμου και της ζωής, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τη θεώρηση της Μαργαρίτας Καραπάνου. Από αυτή την άποψη, είναι ευτύχημα που το βιβλίο ολοκληρώνεται σε σχετικά λίγες σελίδες: η παρατεταμένη επανάληψη των ευρημάτων θα οδηγούσε νομοτελειακά σε σκέτο Χρήστο Χωμενίδη.

Ακούγοντας τους παρουσιαστές αλλά και έναν ηθοποιό και τέλος την αδελφή της συγγραφέως να διαβάζουν αποσπάσματα από το βιβλίο, θυμήθηκα στίχους από το ποίημα «Γραμμάτιο» (1980) του Πάνου Θεοδωρίδη: «φανερώνω/σε κάθε ποίημα τόσο πολλά ιδιωτικά/προβλήματα που κανένας δεν πιστεύει/πως είναι αληθινά».

Στο ίδιο ποίημα ο Θεοδωρίδης έγραφε «Τώρα που αφήνω τον κόσμο και πεθαίνω/ενθυμού πού θα ’ταν πρέπον να με θάψεις/τόσα χρόνια μετά τον Καρασούτσα έχει/σημασία ένα γυάλινο δοχείο φίσκα στις/αποβλακωμένες συνουσίες».

Όταν γνώρισα τον ποιητή και γίναμε φίλοι, πολλά χρόνια αργότερα, του εξομολογήθηκα πόσο με είχαν βοηθήσει στη ζωή μου αυτοί οι στίχοι, ιδίως αφού κατά τη δική μου ανάγνωση οι στίχοι ήταν υπεροπτικά ειρωνικοί και το δοχείο δεν είχε καμία σημασία. Με κοίταξε ελαφρώς θλιμμένος και μου είπε ότι έκαμα κλασική παρανόηση, και όπως το έγραψε αυτός εννοούσε ότι βεβαίως και το δοχείο έχει σημασία. Η φιλία μας δεν κλονίστηκε. Καμιά φορά η παρανάγνωση μπορεί να είναι γόνιμη.

Εκτός από τον Διονύση Σαββόπουλο, στη δεκαετία του 1970 πήγαινα με τους γονείς μου και στον Γιάννη Μαρκόπουλο, στη «Λήδρα». Θυμάμαι τον Λάκη Χαλκιά να τραγουδάει λάιβ το «Στη βρύση και στον ποταμό», σε στίχους Μάνου Ελευθερίου (κυκλοφόρησε αργότερα στο άλμπουμ «Θητεία», σε παραγωγή Τάσου Φαληρέα):

Φύλαξε τα στενά

που μια φορά περπάτησες
Ντύσου φλουριά, φλουριά
Στη βρύση και στον ποταμό δε θα ξανάρθει πέρδικα

Λύσε τα ξόρκια της αγάπης
Συγχώρεσε τα λάθη και τις αμαρτίες μας

Βράδιασε στο βουνό
Κ
αι μεσ’ στα περιβόλια μας

τρέχουν φωνές, φωνές
Στη βρύση και στον ποταμό
Δε θα ξανάρθει πέρδικα

Και αυτοί οι στίχοι («Λύσε τα ξόρκια της αγάπης/Συγχώρεσε τα λάθη και τις αμαρτίες μας») με είχαν βοηθήσει πολύ στην εφηβεία. Χρόνια μετά, ο ποιητής είπε ότι αντί για τη συγχώρεση, ο αρχικοί στίχοί ήταν «Λύσε το σκύλο του πολέμου/Αφιόνισε το περιστέρι και το πρόβατο» ή κάτι τέτοιο, αλλά τους έκοψε η λογοκρισία (υποψιάζομαι ότι ο λογοκριτής ήταν κρυφός κριτικός λογοτεχνίας ή επιμελητής κειμένων ― ή ότι ο Μάνος μας δούλευε ψιλό γαζί).

Πού θέλω να καταλήξω; Ότι ενδεχομένως να έχω κάνει λάθη στην πρόσληψη κειμένων και ανθρώπων, δεν θα είναι η πρώτη φορά. Αλλά το βιβλίο της Κοπανίτσα, όπως και το επίσης σύντομο βιβλίο Bagatelles της οδού Αλκαμένους της άγνωστής μου Γεωργίας Συριοπούλου, είναι ό,τι πιο διαφορετικό και συνάμα ενδιαφέρον έχω διαβάσει το 2024. Αυτή είναι η δική μου αλήθεια, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Και ότι πριν πάω στην επόμενη παρουσίαση, θα φροντίσω να μάθω πόσο τιμάται το Ardbeg στο κατάστημα.