«Έρρει τα κάλα. Μίνδαρος απεσσύα. Πεινώντι τώνδρες. Απορίομες τι χρη δραν.»
Ένας Ιπποκράτης, Λακεδαιμόνιος στρατηγός στη θάλασσα της Προποντίδας, το 410 π.Χ., στέλνει στην Σπάρτη μήνυμα πως ένας ναύαρχος, ο Μίνδαρος, ηττήθηκε οικτρά. Οι Αθηναίοι συνέλαβαν τους αγγελιοφόρους και η πράγματι δωρική έκφραση, έμεινε εν αθανασία μεταξύ των γραμματοδιδασκάλων κάθε εποχής. Βούλιαξαν τα καράβια μας. Χάθηκε ο Μίνδαρος, ο στρατός πεινάει. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε».
Το επεισόδιο δεν περιλαμβάνει το κόψιμο του λαρυγγιού των αποκρισάριων και την χαμερπή ευθυμία των αθηναϊκών στρατώνων. Ωστόσο, οι έντεκα λέξεις θα ισχύουν στον αιώνα, σε περιπτώσεις μεγάλης ήττας και δύσκολου μέλλοντος ενός πολέμου, είτε πρόκειται για τις Αρδέννες, είτε για τα μελλούμενα στην Ουκρανία.
Ώρα να επαναλάβουμε, κοντά δυο χρόνια από την πανδημία, το μήνυμα της Κυζίκου, ελληνιστί.
Πέθαναν πάνω από είκοσι χιλιάδες πολίτες. Η χώρα είναι μοιρασμένη στα δύο. Η ιατρική συνείδηση εμφάνισε βραχυκεφαλία και διέσπειρε ανησυχία. Οι φόνοι και οι ξυλοδαρμοί περίσσεψαν. Οι βιασμοί, επίσης. Σχηματίστηκε ένα γελοίο πλασμώδιο μειονοτικής βίας και ολόκληρα τεμάχια δημοκρατίας πλέουν ως παγωμένα υπερωκεάνεια στη θάλασσα του Μπάρεντς. Οι νέες γενιές, τραλαλί τραλαλό. Οι ηλικιωμένοι, φέρτε κανένα δωράκι, αλλά να μας το δώκει ο Αυτιάς. Ο υπόκοσμος, οι άνεργοι κακοποιοί, οι «άλλοι», οι «διαφορετικοί» τείνουν να προσομοιωθούν με τους είλωτες. Γιατροσόφια και χύμα ανοησίες ξεφορτώνονται από ανατρεπόμενα φορτηγά στα πεζοδρόμια. Οι μισοί Έλληνες πιστεύουν ότι οι Γάλλοι μας πούλησαν εικονίτσες και αγαλματάκια του Αρχαγγέλου Ραφαήλ. Ο κλήρος, μετετράπη σε Παπαφλέσσα στο Μανιάκι. Ιερείς και μοναχοί αισθάνονται διωγμό, μηδενός διώκοντος. Οι επίσημοι λένε ό,τι τους κατέβει. Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει. Έρρει τα τζάντζαλα μάντζαλα. Μητσοτάκης και φαμίλια σκαρδαμύουν οφθαλμούς απαισίως. Στην Βουλή τηλεόραση παινεύονται δημιουργοί. Ξέρουμε τι χρη δραν, αλλά είναι και το πολιτικό κόστος, γαημώ την μικρά σας Αγγλία, κιουταχήδες.