Μετά τους σεισμούς, η Χαλκιδική έγινε καταστατική συνήθεια των Θεσσαλονικέων, καμία σχέση με τα παλιά. Έγινε και ένας στενός δρόμος από την Καρδία, και γλυτώναμε κανένα τεταρτάκι αποφεύγοντας το Τρίλοφο. Τα καλοκαίρια, το να κολλήσεις τρεις και τέσσερις ώρες στο πηγαινέλα ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Έτυχε και η ουρά προς Θεσσαλονίκη να ξεκινάει από το μετόχι Ζωγράφου ή από το Διονυσίου. Στην Τρίγλια ο Σαλιάρης άνοιξε και δεύτερο μαγαζί-ψητάδικο στην άλλη γωνιά της πλατείας, τόση πελατεία είχε. Συχνά επέστρεφα από τελείως μυστήριους δρόμους, από τα μεταλλεία, από Σουρωτή, από κάτι χωματόδρομους πίσω από την Νέα Γωνιά.
Καθώς ερευνούσα τότε το μεσαιωνικό της κτηματολόγιο, ήρθε μια εποχή που ήξερα καλύτερα την Καρκάρα, τη Σάρτη και την Καψόχωρα, το Γομάτι και τα Πλανά, απ' όσο την Μπότσαρη, το Τσινάρι και την Ερμού. Και η αγαπημένη μου δραπέτευση ήταν μια ημερήσια αυτοκινητάδα από Σαλονίκη προς Επανομή, κτήμα Καραγκιόζη, Νέα Πλάγια, Άθυτο, Αγία Παρασκευή, Άγιο Μάμα, Όλυνθο, Πολύγηρο από τον χωματόδρομο, Μεταγγίτσι, Τριστινίκα, Τορώνη, Κουφό, Πυργαδίκια, Δεβελίκι, Γομάτι, Νέα Ρόδα, Ουρανούπολη, Στρατόνι, Άνω Σταυρό, Ρεντίνα, Αρέθουσα, Μεγάλη Βόλβη, Ζαγκλιβέρι, Γερακαρού, Αρδαμέρι και επιστροφή από Χορτιάτη. Κρατούσε δώδεκα με δεκατέσσερις ώρες.
Έως το 1983, η αλλαγή του τοπίου ήταν εμφανής. Είχε ξεκινήσει το ξεπάτωμα των δημοσίων εκτάσεων υπέρ των ελαιώνων, πρώτο βήμα της ανοικοδόμησης. Οι δασικοί δρόμοι πάνω στο κοκκινόχωμα που χύλωναν με την πρώτη βροχή, άρχισαν να γίνονται πολυσύχναστοι. Εντούτοις, ακόμη ρημάζονταν μόνον τα παραθαλάσσια. Ένα στρέμμα δίπλα στο κύμα είχε λιγότερα από εκατό χιλιάρικα στα μέσα του '70, κι έφτασε στο εκατομμύριο αρχές του '80. Αλλά έως τις αρχές του '70 έβρισκες μεγάλες εκτάσεις παραθαλάσσιες αρκετά φτηνά.
Το 1983, η Τορώνη ήταν ήδη διπλάσια, αλλά ακόμη είχε πολύ χώρο. Στην μυτερή θίνα προς Τριστινίκα, έγινε η πρώτη ντίσκο. Στην Τριστινίκα πηγαίναμε σπανίως επειδή το νερό ήταν καμιά φορά θολό από το ποταμάκι. Καταλήξαμε με τον Γούφα ότι το πιο παρθένο μέρος ήταν το γερμανικό νοσοκομείο μεταξύ Τορώνης και Κουφού. Είχε φέρει και ένα δυομισάρι φουσκωτό, με το οποίο ψάρευε κάποτε στη Ζαγορά και τάιζε ψάρια τον γάτο του κατευθείαν από την καθετή.
Το μεγαλύτερο μπουρίνι έγινε τον Ιούνιο του 1983. Το κατρελάκι από τον αέρα έμοιαζε σταματημένο – ακόμη και στην κατηφόρα της Καλλικράτειας πήγαινε με δέκα χιλιόμετρα και με πρώτη, τέτοιος αέρας. Αλλά την ίδια περίοδο είχαμε ντουμάνι και μπουρίνι και στην ζωή μας.
Πήγαμε με την Αρταβάνα και την Σελλασφόρο, οι τέσσερις με δυο σκηνάκια, το φουσκωτό και όλα τα συμπράγκαλα, στο νοσοκομείο για να περάσουμε όσο αντέχαμε. Ολημερής εξερευνούσαμε όλους τους ορμίσκους κάτω από το βιβάρι της Λαύρας, κι έως την ακτή της Συκιάς. Ψαρεύαμε και τρώγαμε. Το βράδι, ανάβαμε την πυρά και τρελαινόμασταν. Δεν νομίζω ότι θυμόταν κάποιος πού είχε αφήσει το βρακί του. Μετά, ξέσπασε ένα βράδι ένα μπουρίνι και μας τα πήρε όλα μέσα στο νερό. Όλα, μα όλα. Το πρωί, μαζέψαμε ό,τι ήταν ορατό και το στεγνώναμε. Για να φάμε, βάλαμε με κάτι αποφάγια έναν κιούρτο και περιμέναμε. Αργά το απόγευμα, πιάστηκε μέσα ένα καβούρι και ένα μουγκρί. Ενόσω το μασούσαμε, πεινασμένοι ακόμη, γυρίσαμε ο ένας στον άλλον και συμφωνήσαμε ότι βρισκόμασταν στην κορυφή του πλανήτη, στην κορύφωση του βίου. Ήταν πολύ κοντά τα πράγματα στο να τα δούμε όλα. Έτσι νομίζαμε τότε.
Ακολούθησε μια ήρεμη καταρροή, που κράτησε λίγα χρονάκια. Ο Γούφας κατέβηκε Αθήνα, εγώ πήγαινα πιο πολύ Θάσο. Ακούγαμε από κανέναν διαβάτη ιστορίες για μια λυσσιάρικη παρέα που έκανε όργια πριν από καιρό και καταλαβαίναμε εκ των συμφραζομένων ότι εννοούσαν εμάς.
Αλλά στην Τορώνη πήγα τελευταία φορά πριν από τουλάχιστον δέκα χρόνια. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναπάω. Μήτε στη Χαλκιδική, μήτε πουθενά στα αγαπημένα μου μέρη. Βαρέθηκα να αλλάζουν. Βλέπετε, στην καθετή, όταν το ψάρι «κόβει» απότομα, κατά πάσα πιθανότητα βρίσκεται αποκάτω, βραδυνό και πεινασμένο, ένα ξέμπαρκο μουγκρί και δεν αφήνει λέπι.
Μέσα μου είναι αυτό το μουγκρί. Ζωντανό, αμάσητο, θυμάμαι τις μπουκιές όταν το κατάπινα. Για τον Γούφα δεν ξέρω αν το χώνεψε ακόμη, αλλά αν κρίνω από τα δάκρυά του, όχι.