Στη Νέα Υόρκη, έβλεπα τους χειμώνες το χιόνι μαζεμένο σωρούς σε αχανή πάρκινγκ εμπορικών κέντρων. Λόφοι δύο, τριών μέτρων από κοφτερό βρώμικο πάγο. Οι θερμοκρασίες χαμηλές, υπό το μηδέν, τίποτα δεν άλλαζε για μέρες κι εγώ με τη λύπη ότι ο πάγος δεν πρόκειται να λιώσει. Ουδεμία ένδειξη ότι κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβεί, τίποτα δεν συνηγορούσε υπέρ μιας αντιστροφής.
Ο κόσμος χαμένος στα σπίτια, έτρεχα κι εγώ να κουρνιάσω με τον δικό μου μετά το αγωνιώδες οδήγημα. Ήταν ζεστά στο σπίτι, διάβασμα, τηλεόραση και μουσική. Αλλά στην καρδιά η λύπη. Cabin fever ονομάζουν οι Αμερικανοί αυτήν την κλειστοφοβία, την παραίτηση. Τη βεβαιότητα ότι δεν θα περπατούσα ξανά έξω, αβίαστα και ανέμελα.
February made me shiver with every paper I'd deliver.
Με το ξύπνημα, ο ένας από τους δύο έβγαινε έξω να μαζέψει την εφημερίδα απ' το κατώφλι. Μετά, για λίγο, το τρίξιμο του χαρτιού στα δάχτυλα και η κούπα του καφέ στα χείλη. Στα γρήγορα, πριν την ηρωική, αναγκαστική, απόφαση να ετοιμαστούμε για τη μέρα.
Κι εγώ να τρέμω το οδήγημα με αόρατο τον πάγο στο δρόμο.
Ζεστός ο φετινός Γενάρης, με υγρασία. Αναμένοντας το Φλεβάρη η ίδια εκείνη αίσθηση του κλειδώματος, του αδιεξόδου, ενός στερεού αμετάκλητου.
Ούτε στο χειμώνα, ούτε στα κακά μαντάτα είναι - στις καρδιές βρίσκεται: αρχικά και τελικά. Το λέω με βεβαιότητα.