Ο Παυσανίας έγραψε ότι ο Περσέας ίδρυσε την πόλη στο σημείο που έπεσε η θήκη του ξίφους του, ο μύκης (του ξίφους γαρ ενταύθα εξέπεσεν ο μύκης αυτώ), αλλά μύθος θέλει τον ήρωα να ιδρύει τις Μυκήνες στη θέση ενός μανιταριού. Ήταν διψασμένος όταν είδε το μανιτάρι το οποίο και ξερίζωσε κι εκεί ανάβλυσε νερό. Μια υπόγεια δεξαμενή, στη βόρεια πλευρά της ακρόπολης, αποθήκευε ό, τι νερό έδινε μια πηγή έξω από τα τείχη - μάλλον το νερό που απελευθέρωσε ο Περσέας. Μετά οι Μυκήνες στέγνωσαν κι αυτό που περισσεύει εκεί είναι η πέτρα. Είναι το βάρος του βράχου που έκανε τις Μυκήνες αγαπημένο αρχαιολογικό χώρο, απ' όταν ήμουν παιδί. Όχι τόσο τα κυκλώπεια τείχη του ιδρυτικού μύθου αλλά το κεφάλι της μέδουσας στο χέρι του ιδρυτή τους, το οποίο πέτρωνε σε χρόνο τα πάντα και τους πάντες - θεούς, ήρωες κι ανθρώπους. Δεν υπάρχει άλλη τοποθεσία η οποία να συγκεφαλαιώνει αυτή τη δύναμη του χρόνου όσο οι Μυκήνες, κάπως με τον τρόπο του Λάβκραφτ.
Στη βιβλιοθήκη μου μπροστά από τα βιβλία στέκει μία ασπρόμαυρη φωτογραφία. Εγώ με την αδερφή μου, ανάμεσά μας ο πατέρας και πίσω ο τάφος του Ατρέα, ο μεγάλος ο θολωτός και σκοτεινός. Την φωτογραφία την είχε πάρει η μητέρα μου την πρώτη φορά που επισκέφτηκα τις Μυκήνες σε ηλικία έντεκα χρόνων. Έκανε ζέστη, φωτεινό κατακαλόκαιρο, ο πατέρας μου είχε βγάλει το πουκάμισο κι είχε μείνει με τη φανέλα. Ούτε θεός, ούτε ήρωας αλλά σχήμα στοργής. Ένας από τους πολλούς που λιγόστεψαν παράξενα στη ζωή μας - αυτή τη ζωή των πολλών. Όπως ο ξεχασμένος βασιλιάς σε ποίημα στο βιβλίο παραδίπλα στο ίδιο ράφι με τη φωτογραφία του στρατιωτικού πατέρα μου.