Θυμάμαι κάποτε, αργά τα βράδια, το αθηναϊκό καλοκαίρι με τη μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Ήχος - ψίθυροι, πιρούνι που χτυπούσε το πιάτο κόβοντας στα δύο τη μπουκιά το καρπούζι, αθόρυβα τα κουκούτσια του. Ενίοτε κάποια ενοχλητική τηλεόραση.
Άλλαξε το καλοκαίρι. Μακάρι να είχα ακόμα ψιθύρους, τον ήχο του Messenger να στέλνει μήνυμα ή να καλεί, μια συνομιλία στ' αλβανικά. Κι ας παρέμενε ενοχλητική η τηλεόραση (που δύσκολο πια να μετακινηθεί στο μπαλκόνι), κι ας είναι συχνά ανύπαρκτα τα κουκούτσια του καρπουζιού.
Κλειστή η μπαλκονόπορτα, λευκός θόρυβος ο ήχος του κλιματιστικού με τον ανεμιστήρα για ισοκατανομή της ψύξης. Ήχος ενός panic room. Ή ενός διαστημοπλοίου στο οποίο αφουγκράζεσαι μέσα από λήθαργο κι όχι μέσα από νανούρισμα, σε ταξίδι για να κατακτήσεις κάποιον νέο πλανήτη. Ασεξουαλικά μέσω παρθενογένεσης. Με όλα τα κακά να συμβαίνουν μακριά. Ή να συνέβησαν μακριά.
Πρέπει να πέρασαν χρόνια.