Διάβασα μια είδηση «επιστημονικού γεμίσματος» αυτού που οι Dire Straits στο Money for nothing χαρακτηρίζουν umba mumba. O νεκρός, δίδασκε η είδηση, διατηρεί ευχάριστες στιγμές του βίου του και μετά τη θανή, και ιστορούσε ένα εγκεφαλογράφημα, κύριος οίδε από που κλεμμένο. Δεν ξέρω ντιπ καταντίπ από αυτά, αλλά ευτύχησα να συνυπάρξω με τον Αριστείδη, έναν βάτραχο και έναν Αλβανό.
Ο Αριστείδης ήταν ένα Ρενώ Κατρέλ που απέκτησα δίνοντας έναν σκασμό γραμμάτια και συμβιώσαμε δέκα χρόνια. Σχεδόν αμέσως πέρασα εκατό χιλιάδες χιλιόμετρα μαζί του, κυρίως στην Αγγλία. Αισθηματοποιήθηκε σχεδόν αμέσως: μιλούσαμε σε γραμμική Β, όταν στέρευε η βενζίνη σταματούσε μονάχος σε βενζινάδικο, χτυπούσα το τιμόνι με ξυλόσφυρο για να στρίψει λόγω κολλημένης κρεμαγέρας και πέθανε στις παγωνιές της Θεσσαλονίκης του 1988, με μια φριχτή ρωγμή στο σώμα της μηχανής του.
Ο βάτραχος ήταν ένα Citroen Pallas μοντέλο 1964, είχαμε πλέον 1988. Λευκό τιμόνι βακελίτη με μία ακτίνα, πέντε ταχύτητες στο χέρι, πλήρως μεταχειρισμένο, με πέντε σκάλες αλλαγής επιπέδων και οργανικό πρόβλημα στο καρμπιρατέρ. Ήταν μεθυστικά αναπαυτικό και πατώντας γκάζι, από σεμνό καβουρντιστήρι, γινόταν κινέζικος βρυχώμενος δράκων. Πήγα ήρθα άπαξ από Μεσιανό Πέλλης σε Φορτ Ουίλιαμ και επιστροφή μέσω τέως Γιουγκοσλαβίας και Δαλματικών ακτών. Η οδήγηση ήταν ωσάν Smooth του Σαντάνα.
Την ησυχία μου την βρήκα με το στερνό μου αμάξι, ένα Σιτροέν Πικάσο, άβλαβο επί 12 χρόνια, ώσπου το έδωσα στα παιδιά στη ξενιτειά.
Ο βάτραχος πάντως ήταν κι αυτός κοάζων, βέβαια καταληπτός σε σφηνοειδή γραφή. Τον εγκατέλειψα στην πρώτη απόσυρση, διότι με το παραμικρό, κι εννοώ το απύλωτο καρμπιρατέρ, ήθελε βίντσι για να επισκευαστεί. Σε αντίθεση με άλλα αμάξια, ιδίως μια Μερσεντές σειρά 123 (είχα και κολονάτη 116άρα) συνήθισα μαζί της να χαιρετώ συναδέλφους οδηγούς αλβανιστί, επειδή στα χρόνια των βαλκανικών μεταναστεύσεων, δεν υπήρξε Μερσεντές 123άρα σε χέρια Αλβανών, που ο οδηγός της να μη μου ανοιγοκλείσει φώτα εύχαρις, θεωρώντας με κάτοικο Ελμπασάν.
Γράφοντας με κεχαριτωμένη διάθεση, συνειδητοποίησα πως ο βάτραχος που οδήγησα ήταν νεκρός. Γι αυτό και αμίλητος. Μόνον μια φορά, στις Βρυξέλλες, σε μια νεροποντή στο κέντρο της πόλης, με μισό μέτρο ρυάκια παντού, ανέβασα την σκάλα τέρμα στους 25 πόντους και πέρασα την πλημμύρα βιαστικός, υπό το ανοιγοκλείσιμο των φώτων των συνοδοιπορούντων συναδέλφων.