Κάθε φορά που βόσκω με την σχετική αλεγκρία στα ποιήματα του Μίμη Σουλιώτη, επιστρέφω με οργή στην εποχή όπου εδήλωσα ποιητής, μηδενός διώκοντος. Κλείνω τις σελίδες, συνήθως με την αναφώνηση «αυτός είναι ποιητής». Δηλαδή, τι ακριβώς; Στο τελευταίο του βιβλίο, που οι ηλεκτρονικοί καιροί μας μου επέτρεψαν να το διαβάσω πρίν το δώ, ο Σουλιώτης διπλώνει τις κόλες του, όχι σαν σαΐτες ή καραβάκια, όπως έπραττε παλιά, αλλά ως ανοιχτούς γρίφους.
Κυριακή βράδι
Γιαλιά με κορδόνι, σκουλαρικάκια αυτόφωτα,
τη Μάγδα Σαλονίκη, τον γιο στη μετεκπαίδευση
τη ριγωτή πιτζαμούλα κι ασορτί μουσική
ορίστε που τα πέτυχες. «Κι εσύ τα πέτυχες»
«Πέτυχα, μα όχι τον στόχο μου»
Τα λέγαμε με τη σύζυγο την Κυριακή βράδι,
εύκαιροι από δουλειές, μελαγχολώ όμως.
Οι φίλοι διαμένουν ο ένας Βρυξέλλες, ο άλλος Σαλονίκη
κι ο τρίτος στην Αθήνα
και μερικές φορές λείπουν πολλή ώρα.
Με τις γυναίκες δε μπορώ
να πούμε τις ιδιαίτερες ανοησίες
ή να ψάλουμε τα μονότονα χορικά -
οι αντρικές φωνές ακούγονται μπάσες
και θρηνητικές, γνωρίζουν να κλαίνε
Καθώς ο Σουλιώτης δεν ακολουθεί τους τρέχοντες μηρυκασμούς, δεν υπήρξε χίπι, μήτε ετερόχθων, μήτε εναλλακτικός και ουδέποτε γέλασε με τριανταδύο δόντια, αλλά υπάρχει εν βίω ως ποιητής, πράγμα που τον καθιστά επικίνδυνον, οργανώνει τους στίχους του χωρίς πολλές παραχωρήσεις στο ισχύον στιχικόν αίσθημα. Ξεκίνησε από την οξύτητα του συνόλου και τανύν, μετά τριάντα χρόνια, είναι ευτυχής που μπορεί να γνέθει την αποφασιστική πρόταση, χωμένη σε βελέντζα.
Οι φράσεις «και θα την έσφιξα σφιχτά», «επιχρωματισμένη από τα χειμπερνάκουλα του Καναδά», «ξύπνα με μέν, έντεκα δε» «σφιρίπιλι, το σφύριγμα του πουλιού, της πήλινης οκαρίνας/ και ψάλλω ένα κεκραγάρι που μου άφησε ο παπούς/ αλλά άθεος» δείχνουν ως που έχει φτάσει η ποιητική του ιδέα. Επειδή πλησιάζουν Χριστούγεννα, και δεν ευκαιρείτε για αναλύσεις προσιδιάζουσες μάλλον σε Απόκρεω και Πεντηκοστές, θα σας το δείξω εγώ σε μερικές προτάσεις.
Τα τελευταία ποιήματα του Σουλιώτη έχουν μανικό χαρακτήρα. Είναι όλα ερωτικά. Η γεωγραφία, οικείο κεκτημένο του, έχει περιοριστεί στα προφανή. Η λέξη Αχρίδα, δύο φορές. Η Μάγδα επίσης δύο. Οι πράγματι αποδέκτες των λογισμών του, σοφότατα ανώνυμοι, αν και ευδιάκριτοι. Θεώρησε εντέλει πως είναι καλύτερα να ιστορεί το προσωπικό, παρά να προσωποποιεί την Ιστορία. Εκτιμώ πως ανοίγει την νέα δεκαετία θρηνητικά και απαξιωτικά. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε τόσο διασκεδαστικός. Πρώτη φορά υπάρχουν στίχοι που θα γινόταν αποδεκτοί από το σινάφι μας, που πάντοτε, υπό την ευρεία διευθυντική έννοια, τον θεωρούσε ακαριαίο πεζολογούντα. Υπάρχει έρως των πραγμάτων. Αυτά, και πολλά είναι. Εάν η ποίηση είναι λέξεις, φτάνουν. Αλλά προφανώς η ποίηση είναι λόγος, μέρος του λόγου, επομένως γράφεται μόνον το τμήμα της που δεν είναι αρκούντως αφ΄ εαυτού εκφραστικό.
Εδώ, από αυτή τη θέση, απομένει να μιλήσω για το εκδοτικό μέρος αυτής της ποίησης. Πρόκειται για καθαρή, ανόθευτη διαπλοκή, για μιά συνωμοτική γλώσσα που εκνευρίζει τους κομματικούς μηχανισμούς. Καλά, τίποτε από τα τρέχοντα δεν θησαυρίζεται πλέον; Δεκάδες στελέχη επιχειρήσεων και κομμάτων παραδίδουν επαρκή πεζογραφήματα. Παλιά, είχαμε το φαινόμενο παντοπωλών και δημίων που στιχουργούσαν τρυφερά όταν έπηζε το αίμα τους. Η έκδοση ποιητικής συλλογής οσημέραι καθίσταται ένοχη πράξη. Η προ γενεάς αναγνωστική της επιφάνεια έχει στραφεί τελεσιδίκως στον ρηματικό λόγο που επιτέλους μπορεί να είναι πεζός, πεζεταίρος, μαγκλαβίτης και ζάβατος. Γίνεται και οικονομία στο χαρτί. Λοιπόν, εμείς στα κυκλώματα, παραδίδουμε το τελευταίο ποιητικό έργο του Μίμη Σουλιώτη στις μυλόπετρες. Υποδίκως, έτσι;
Σιμβιβάσου
Όπως συμβιβάζονται όλα τα πουλιά
εκτός από εκείνα που τα χτυπάει το ρεύμα στο καλώδιο
και πέφτουν με το κεφάλι
κι αιωρούνται τα ξέφτια τους στη θέση
όπου προηγουμένως πετούσαν,
έτσι να συμβιβαστώ ακόμη περισσότερο,
αφού για να απλώνει τις φτερούγες
μαζεύοντας τον αέρα, και για να πετά με τις ώρες
σημαίνει ότι υποτάχτηκε στη βαρύτητα
σαν ψάρι στο νερό. Συμβιβάσου
και μη βαυκαλίζεσαι πως τάχα πρίν
είσουν ασυμβίβαστος.
Είσουν ασυμβίβαστος κατά φαντασία.