Η γνώμη μου, αν και ταπεινή, παραμένει, νομίζω ισχυρή. Πρώτη φορά στον τρέχοντα αιώνα παρουσιάστηκε η ευκαιρία να αποκτήσει η χώρα μας επαφές με τα πραγματικά κέντρα εξουσίας του πλανήτη: η Ευρώπη, το ΝΑΤΟ, οι νοσταλγοί του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ο Πούτιν, ο Λαβρώφ, ο Μπάιντεν, η αντιπρόεδρός του, οι επιδραστικότεροι Αμερικανοί υπουργοί, και μερικές ευρωπαϊκές πόλεις ως κέντρα διαμόρφωσης αποφάσεων, έτυχε ο πρόσφατος κουτσοφλέβαρος και άγγιξε με το φτερό της φήμης του, παρά την επώδυνη σχέση με τις πονηριές της γείτονος Τουρκίας, την σχέση της χώρας μας με την σύγκρουση Ουκρανίας-Ρωσίας, τη σύγκρουση ρωσοφώνων του Ντονμπάς με το Κίεβο και άλλα, πρωτοφανή «τυχερά».
Δυστυχώς, η παγκόσμια κατάσταση δεν περιείχε άφατη γενναιότητα, παραδείγματα άφατου ηρωισμού, διαβάσεις Ρουβίκωνος και Σουλιώτισσες ή αυτοκτονούντες Γαλάτες. Ρώσοι και Αμερικανοί, ήρθαν στο πεδίο της μάχης με τα τσουμπλέκια τους και την πολεμική τους πείρα: οι Ρώσοι, ως Ρως με πειθαρχικούς βογιάρους να λένε τα δικά τους, αποφεύγοντας ζημιά στην Πολτάβα και Αμερικάνοι που φοβήθηκαν μη θρηνήσουν τον Τζων Γουέην ως Ντέηβιντ Κρόκετ στο Άλαμο, μαζί με πλήθος εκατέρωθεν παροικούντων στο Δνείπερο, είτε ως πονηράντζες υπείκοντες στο «πολύδια, ο λέγεται γύρα» της τέχνης των Χαζάρων, είτε φοβούμενοι μη τήνε πατήσουν ωσάν τον Κάστερ από τα βέλη των Σεμινόλ κάτωθι του μνημείου του Χαιαγουάθα. Με δυο λόγια, οι αντίπαλοι έριχναν παρελκυστικά πυρά, οι του Μπάιντεν φοβούμενοι το τράκο των Αρδενών της 16ης Δεκεμβρίου του 1944, οι δε του Πούτιν να ακολουθούν το μόττο της Στέππας «σεν τερεί και μεν ελέπ» ήτοι «άλλα λέει η θειά μου κι άλλα ακούν τ' αφτιά μου».
Ήταν ευκαιρία με πράγματι μικρό πολιτικό κόστος, η Ελλάς να κυκλοφορήσει ωσάν ψαράκι γυάλας στο ενυδρείο με τις ανθρωποφάγες όρκες, καθώς η χώρα μας διέθετε μια αρχαία ελληνική μειονότητα στις ακτές της Αζοφικής, και την έπαιρνε να λάβει μέρος στο μάλε-βράσε μιας παγκόσμιας οθόνης, χωρίς να την διώξει κάποιος λόγω αναρμοδιότητας.
Και πως επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο; Η απάντηση είναι προφανής: με εθνικό μπετόν, που πέρασε από το τεστ της αντοχής των υλικών και με δηλωμένα ουδέτερη νοοτροπία, μπαινοβγαίνει στα διεθνή φόρα, λέει «καλημέρα» στους πάντες και παίζει την μητέρα της Αγωνίας για τα παιδιά που βρήκε στην Ταυρίδα. Μια χώρα-μητέρα, που νοιάζεται για τα τέκνα της. Τι καλύτερο, φτηνότερο και διαμεσολαβικότερο;
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, καθώς είμαστε μέλη του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε και σύμμαχοι με την Αμερική που μας ζητά λιμάνια στο βόρειο Αιγαίο και ο πρέσβυς Πάιατ μπορεί να βεβαιώσει πως ήμασταν καλά παιδιά υπογράφοντας ό,τι υπογράφεται στην Πρέσπα, το μόνο που μας έπαιρνε ήταν να εμφανιστούμε ως ένα σώμα, υπερκομματικό, που μιλάει μόνον για Έθνος. Δεν ετέθη θέμα απειρίας, αφού ο Καβάφης μας, δια της ποιήσεώς του, μας είχε προϊδεάσει πως ομιλούν και ο άσχετοι πολιτικοί με το βαρύ πελέκι της Εξουσίας. Έπρεπε να ξέραμε το «ας φρόντιζαν», τους «βαρβάρους» και τα ποιήματα για τον κυρ Γιάννη Κατακουζηνό.
Αυτά που θα θέταμε, θα ήταν peanuts: είχαμε προθυμία συνεργασίας, αλλά οργανική απενταρία, θα προσφέραμε αρχαίες βολικές τοποθεσίες όπου φιλοξενήσαμε αμφικτιονίες και εκεχειρίες, τον Άρειο Πάγο, την ομιλία του Παύλου και άλλα τραγικά και η δουλειά μας θα καθάριζε αζημίως. Τα αιτήματά μας θα ήταν ήπια και προφανή, με πιθανότητες να λάβουμε σε μοιρασιά χωρίς την «πετροκόλλητη σαγή και το ζακόνι των φιδιών.»
Αντ' αυτών, ο πρωθυπουργός μας έπαιξε τον σπιούνο όπου μπόρεσε, κατηγορώντας την αντιπολίτευσή του, ωσάν κακόψυχος παιδαράς που ένας ανοργάνωτος δάσκαλος τον είχε βάλει απουσιολόγο. Και με θράσος, ημέρες πριν ανατιναχτεί το Σύμπαν από πυραύλους και πονηριές πολέμων, κάθε τόσο παραπονιόμασταν για την κακή Τουρκία που μας ζητούσε νησιά στη μέθη της, θαρρείς και δεν το ήξεραν Ανατολή και Δύση.
Πώς γίνονται αυτές οι δουλειές; Ιδίως όταν έρχεται το βουνό στον Μωάμεθ;
Ξεπερνώντας την αίσθηση του ρεμπέτ-ασκέρ, ήτοι να αφήσει ο πρωθυπουργός την τριγλωσσία και ο Άλεξις Τσίπερ τον Αλή Πασά να καμαρώνει που παλούκωσε τον Μπλαχάβα.
Ο Μητσοτάκης, καλεί Τσίπρα και τον ΡΩΤΑΕΙ. Ακολουθεί συζήτηση και καταλήγουν, αφήνοντας «το σύνδρομο του τσιτσιλαριού» κατά μέρος, να μοιράσουν τις επαφές με τα πολιτικά συνδικάτα, υποδυόμενοι τους ενωτικούς. Για Τούρκους, τσιμουδιά. Παραχωρούν ό,τι παραχωρείται και ψεύδονται όπου τους παίρνει. Δίνουν στις ΗΠΑ την διαχείριση του Αιγαίου, και όταν οι Αμερικάνσκι χαίρονται, τους θυμίζουν πως ανατολικά είναι ο Οθωμανός και έχει απαιτήσεις. Να δγιείτε για πότε οι Τούρκοι θα ασχοληθούν με παζάρια στα Στενά.
Οι δύο πολιτικοί, ως συνεταιράκια επιταχύνουν αυτά που η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ ζητούν, συνεχώς πρόθυμοι και παραπονεμένοι στα πάντα. Ώσπου να πεις αλεύρι, Μπάιντεν και Πούτιν ανακαλύπτουν στους δυο πολιτικούς ένα αποτελεσματικό ντουέτο που οργανώνει συσκέψεις υπό σιωπηρή συγκατάβαση. Τα συνεταιράκια οργανώνουν μια προβολή των Πήκι Μπλάιντερς και στον ουδέτερο χώρο της αγίας Ακρόπολης, κρύβουν την Μενδώνη και συνεδριάζουν ομού, υπογράφοντας την Συμφωνία του Παρθενώνος, που λύνει το πρόβλημα αυτομάτως, καθώς όλοι οι αντίμαχοι δεν έχουν λύσεις, ενώ με την παρουσία ιερειών του Διονύσου και την αναβίωση των Πλυντηρίων, οι σύνεδροι αναδέχονται κόπια από τον χιτώνα του Ηρακλέους και εξοντωμένοι από την άφατον αρχαιότητα, επιστρέφουν στα δικά τους λημέρια με συναυλία της Λέηντη Γκάγκα. Για περισσότερη πειθώ, δεν τιμώνται οι τριήρεις της Σαλαμίνας, αλλά τα μονόξυλα του Σβιατοσλάβου.
Η πρόταση αυτή είναι τόσο γελοία όσο φαίνεται, αλλά είναι και τριακόσιες φορές πιο πιθανόν οι αντίπαλοι του Δνειπέρου να πεισθούν. Ο χιτώνας του Νέσσου βλέπετε, νικά πάντοτε και ο ηττημένος Ηρακλής ζεματισμένος από τα εγκαύματα, θα ρίχνει φρύγανα στην φωτιά, για να πάψει το μαρτύριό του.