Στην κάμαρη που έζησα την πρώτη νεότητα, ήταν ορατή η Ιχθυόσκαλα, μια ξυλοκατασκευή πασσαλόπηκτη ανέγγιχτη από πολυκατοικίες, με μια αλάνα στα βόρεια κι έως τον Ιστιοπλοϊκό, κι έως τα πρώτα μπλοκια ένα δάσος από αυτοσχέδιες ψαροταβέρνες, φωτισμένες με λουξ συνήθως διακοσμημένες με πίννες, ολόγυρα με πλαστικά άνθη και πίνακες του ζωγράφου Κεφή, συνήθως καραβάκια.
Κόντρα στη μπαλκονόπορτα, μια βιβλιοθήκη που την θεωρούσαν όλοι «σύνθετο έπιπλο», αλλ' από τότε που φιλοξενούσε την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη, δεν ήθελα μήτε να την δω. Άλλα βιβλία, η «Έκφρασις» του Κόντογλου, ο Ιωάννης της Κλίμακος, το «Τραγούδι της γης» του Μυριβήλη, «η θεωρία της εξαθλιώσεως» ενός Βένου, ένα ρώσικο βιβλίο χωρίς καπάκια, ονόματι «Σφίγξ» ρωσιστί.
Ο πρώτος μου ύπνος στο δωμάτιο, με το φορητό ραδιόφωνο στην κεφαλή του στρώματος, ήταν ρυθμισμένο στα υπερβραχέα και από εκεί, χωρίς να καταλαβαίνω γρυ, παρακολούθησα ήχους και παραινέσεις από αραβικές χώρες με ένα εμβατήριο που το θυμάμαι ζωντανά και μπορώ να το κελαηδήσω πάλι, αν και μόνον τη λέξη «Αραμπί» μπορούσα να ερμηνεύσω. Ήταν ο πόλεμος των έξι ημερών.
Ο παντοδύναμος ήλιος του απογεύματος της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον τέσσερις πλακέ φέτες του, πάνω από την Ιχθυόσκαλα ενώ άχνιζε η βαθιά σκιά του Ολύμπου, με είχε ήδη πείσει ως ο Καβάφης την δική του κάμαρα, τον δικό του ήλιο, τα εννοούσε κείμενα στο Κάιρο, όπου κατά μία μαρτυρία προθανάτια, έβαζε δυο ρούχα σε φτενή βαλίτζα και ταξίδευε, στης ζωής του τα διαλείμματα, με τρένο, στην πόλη των Πυραμίδων, που ήταν επίσης στα δυτικά της αιγυπτιακής πρωτεύουσας.
Αλλά η παραπομπή στις Πυραμίδες ήταν δική μου νεόχμωσις, οπότε αρκούσε η «αναφορά στον Γκρέκο» και η ανάγνωσή της, να κρατήσει αποσπασματικά, περισσότερα από πέντε χρόνια.
Δεν αντέχεται η λησμονιά, ειδικά συγγραφέα ανεμβολίαστου.